WPATH SOC 8 – Κεφάλαιο 18: Ψυχική Υγεία

Το παρόν κεφάλαιο προορίζεται να παράσχει καθοδήγηση στους επαγγελματίες υγείας και στους επαγγελματίες ψυχικής υγείας που προσφέρουν υπηρεσίες ψυχικής υγείας σε ενήλικα τρανς και φυλοδιαφορετικά άτομα. Δεν έχει σκοπό να υποκαταστήσει τα κεφάλαια σχετικά με την εκτίμηση ή την αξιολόγηση ατόμων για ορμονικές ή χειρουργικές παρεμβάσεις. Πολλά τρανς και φυλοδιαφορετικά άτομα δεν θα αναζητήσουν θεραπεία ή άλλες μορφές υπηρεσιών ψυχικής υγείας στο πλαίσιο της φυλομετάβασής τους, ενώ άλλα μπορεί να επωφεληθούν από την υποστήριξη των παρόχων και των συστημάτων ψυχικής υγείας (Dhejne et al., 2016). 

Ορισμένες μελέτες έχουν δείξει υψηλότερο επιπολασμό κατάθλιψης (Witcomb κ.ά., 2018), άγχους (Bouman κ.ά., 2017) και αυτοκτονικότητας (Arcelus κ.ά., 2016- Branstrom & Pachankis, 2022- Davey κ.ά., 2016- Dhejne, 2011- Herman κ.ά., 2019) μεταξύ τρανς και φυλοδιαφορετικών ατόμων (Jones κ.ά., 2019- Thorne, Witcomb et al., 2019) απ’ ό,τι στο γενικό πληθυσμό, ιδίως σε όσα άτομα αναζητούν ιατρικά αναγκαίες ιατρικές παρεμβάσεις επιβεβαίωσης φύλου (βλ. δήλωση σχετικά με την ιατρική αναγκαιότητα στο Κεφάλαιο 2 – Παγκόσμια εφαρμογή, Δήλωση 2.1). Ωστόσο, η τρανς ταυτότητα δεν αποτελεί ψυχική ασθένεια και αυτά τα αυξημένα ποσοστά έχουν συνδεθεί με σύνθετο τραύμα, κοινωνικό στίγμα, βία και διακρίσεις (Nuttbrock et al., 2014, Peterson et al., 2021). Επιπλέον, τα ψυχιατρικά συμπτώματα μειώνονται με την κατάλληλη ιατρική και χειρουργική φροντίδα επιβεβαίωσης φύλου (Aldridge et al., 2020- Almazan and Keuroghlian, 2021- Bauer et al., 2015- Grannis et al., 2021) και με παρεμβάσεις που μειώνουν τις διακρίσεις και το μειονοτικό στρες (Bauer et al., 2015- Heylens, Verroken et al., 2014- McDowell et al., 2020). 

Οι υπηρεσίες ψυχικής υγείας θα πρέπει να παρέχονται από το προσωπικό και να εφαρμόζονται μέσω της χρήσης συστημάτων που σέβονται την αυτονομία των ατόμων και αναγνωρίζουν την ποικιλομορφία του φύλου. Οι επαγγελματίες ψυχικής υγείας που εργάζονται με τρανς άτομα θα πρέπει να χρησιμοποιούν την ενεργητική ακρόαση ως μέθοδο ενθάρρυνσης της διερεύνησης σε άτομα που δεν είναι βέβαια για την ταυτότητα φύλου τους. Αντί να επιβάλλουν τις δικές τους αφηγήσεις ή προκαταλήψεις, οι επαγγελματίες ψυχικής υγεία θα πρέπει να βοηθούν τους πελάτες τους να καθορίζουν τη δική τους πορεία. Ενώ πολλά τρανς άτομα χρειάζονται ιατρικές ή χειρουργικές επεμβάσεις ή αναζητούν φροντίδα ψυχικής υγείας, αλλά δεν το κάνουν (Margulies et al., 2021). Ως εκ τούτου, τα ευρήματα από έρευνες που αφορούν κλινικούς πληθυσμούς δεν θα πρέπει να εξάγονται στο σύνολο του τρανς πληθυσμού. 

Η αντιμετώπιση των ψυχικών ασθενειών και των διαταραχών χρήσης ουσιών είναι σημαντική, αλλά δεν θα πρέπει να αποτελεί εμπόδιο στη φροντίδα που σχετίζεται με τη φυλομετάβαση. Αντίθετα, αυτές οι παρεμβάσεις για την αντιμετώπιση των διαταραχών ψυχικής υγείας και χρήσης ουσιών μπορούν να διευκολύνουν τα επιτυχή αποτελέσματα της φροντίδας που σχετίζεται με τη φυλομετάβαση, τα οποία μπορούν να βελτιώσουν την ποιότητα ζωής (Nobili et al., 2018). 

Όλες οι δηλώσεις σε αυτό το κεφάλαιο έχουν συσταθεί βάσει ενδελεχούς επισκόπησης των δεδομένων, αξιολόγησης των οφελών και των βλαβών, των αξιών και των προτιμήσεων των επαγγελματιών και των ασθενών, καθώς και της χρήσης και της εφαρμοσιμότητας των πόρων. Σε ορισμένες περιπτώσεις, αναγνωρίζουμε ότι τα δεδομένα είναι περιορισμένα και/ή οι υπηρεσίες μπορεί να μην είναι προσβάσιμες ή επιθυμητές.

Δηλώσεις συστάσεων

18.1- Συνιστούμε στους επαγγελματίες ψυχικής υγείας να αντιμετωπίζουν τα συμπτώματα ψυχικής υγείας που παρεμποδίζουν την ικανότητα ενός ατόμου να συναινέσει σε επιβεβαιωτικές ως προς το φύλο παρεμβάσεις, πριν από την έναρξη των παρεμβάσεων αυτών.

18.2- Συνιστούμε στους επαγγελματίες ψυχικής υγείας να προσφέρουν φροντίδα και υποστήριξη σε τρανς και φυλοδιαφορετικά άτομα για την αντιμετώπιση των συμπτωμάτων ψυχικής υγείας που παρεμποδίζουν την ικανότητα ενός ατόμου να συμμετέχει στην απαραίτητη περιεγχειρητική φροντίδα πριν από χειρουργικές επεμβάσεις επιβεβαίωσης φύλου.

18.3- Συνιστούμε, όταν υπάρχουν σημαντικά συμπτώματα ψυχικής υγείας ή κατάχρηση ουσιών, οι επαγγελματίες ψυχικής υγείας να αξιολογούν τις πιθανές αρνητικές επιπτώσεις που μπορεί να έχουν τα συμπτώματα ψυχικής υγείας στα αποτελέσματα της ιατρικής παρέμβασης, με βάση τη φύση της συγκεκριμένης χειρουργικής επέμβασης επιβεβαίωσης φύλου.

18.4- Συνιστούμε στους επαγγελματίες υγείας να αξιολογούν την ανάγκη για ψυχοκοινωνική και πρακτική υποστήριξη των τρανς και φυλοδιαφορετικών ατόμων κατά την περιεγχειρητική περίοδο χειρουργικών επεμβάσεων επιβεβαίωσης φύλου.

18.5- Συνιστούμε στους επαγγελματίες υγείας να συμβουλεύουν και να υποστηρίζουν τα τρανς και φυλοδιαφορετικά άτομα στο να απέχουν από τον καπνό/την νικοτίνη πριν από χειρουργικές επεμβάσεις επιβεβαίωσης φύλου.

18.6- Συνιστούμε στους επαγγελματίες υγείας να διατηρούν την υπάρχουσα ορμονοθεραπεία, σε περίπτωση που ένα τρανς ή φυλοδιαφορετικό άτομο απαιτείται να εισαχθεί  σε ψυχιατρική ή ιατρική μονάδα νοσηλείας, εκτός εάν υπάρχουν ιατρικές αντενδείξεις.

18.7- Συνιστούμε στους επαγγελματίες υγείας να διασφαλίζουν ότι, σε περίπτωση που τα τρανς και φυλοδιαφορετικά άτομα χρειάζονται ενδονοσοκομειακή ή νοσοκομειακή φροντίδα ψυχικής υγείας, κατάχρησης ουσιών, ή ιατρική περίθαλψη, όλο το προσωπικό χρησιμοποιεί το σωστό όνομα και τις αντωνυμίες (όπως παρέχονται από το άτομο), καθώς και να παρέχουν πρόσβαση σε χώρους υγιεινής και ύπνου που είναι ευθυγραμμισμένοι με την ταυτότητα φύλου του ατόμου.

18.8- Συνιστούμε στους επαγγελματίες ψυχικής υγείας να ενθαρρύνουν, να υποστηρίζουν και να ενδυναμώνουν τα τρανς και φυλοδιαφορετικά άτομα να αναπτύσσουν και να διατηρούν συστήματα κοινωνικής υποστήριξης, συμπεριλαμβανομένων των συνομηλίκων, των φίλων και των οικογενειών.

18.9- Συνιστούμε οι επαγγελματίες υγείας να μην καθιστούν υποχρεωτική την ψυχοθεραπεία για τα τρανς και φυλοδιαφορετικά άτομα πριν από την έναρξη των επιβεβαιωτικών ως προς το φύλο παρεμβάσεων, αναγνωρίζοντας παράλληλα ότι η ψυχοθεραπεία μπορεί να είναι χρήσιμη για ορισμένα τρανς και φυλοδιαφορετικά άτομα.

18.10- Συνιστούμε να μην προσφέρονται θεραπείες “επανόρθωσης” και “μεταστροφής” που αποσκοπούν στην προσπάθεια να αλλάξει η ταυτότητα φύλου και η βιωμένη έκφραση φύλου ενός ατόμου ώστε να γίνει πιο συμβατή με το φύλο που του αποδόθηκε κατά τη γέννηση.

Δήλωση 18.1 

Συνιστούμε οι επαγγελματίες ψυχικής υγείας να αντιμετωπίζουν τα συμπτώματα ψυχικής υγείας που παρεμποδίζουν την ικανότητα ενός ατόμου να συναινέσει σε επιβεβαιωτικές ως προς το φύλο παρεμβάσεις, πριν από την έναρξη των παρεμβάσεων αυτών.

Επειδή γενικά θεωρείται ότι τα άτομα είναι ικανά να δώσουν τη συγκατάθεσή τους για τη φροντίδα, το κατά πόσον η παρουσία γνωστικών διαταραχών, ψύχωσης ή άλλων ψυχικών ασθενειών επηρεάζει την ικανότητα παροχής ενημερωμένης συγκατάθεσης υπόκειται σε ατομική εξέταση (Applebaum, 2007). Η ενημερωμένη συγκατάθεση έχει κεντρική σημασία για την παροχή υγειονομικής περίθαλψης. Κάθε επαγγελματίας υγείας πρέπει να ενημερώνει το άτομο σχετικά με τους κινδύνους, τα οφέλη και τις εναλλακτικές λύσεις για κάθε παρέμβαση που προσφέρεται, ώστε το άτομο να μπορεί να κάνει μια ενημερωμένη, εκούσια επιλογή (Berg et al., 2001). Τόσο οι πάροχοι πρωτοβάθμιας περίθαλψης ή οι ενδοκρινολόγοι που συνταγογραφούν ορμόνες, όσο και οι χειρουργοί που εκτελούν τη χειρουργική επέμβαση πρέπει να λαμβάνουν ενημερωμένη συγκατάθεση. Παρομοίως, οι επαγγελματίες ψυχικής υγείας λαμβάνουν την ενημερωμένη συγκατάθεση (των ληπτ(ρι)ών) για τις υπηρεσίες ψυχικής υγείας που παρέχουν και μπορούν να γνωματεύσουν σχετικά με την ικανότητα του ατόμου να δώσει ενημερωμένη συγκατάθεση, εάν αυτή αμφισβητείται. Οι ψυχιατρικές ασθένειες και οι διαταραχές χρήσης ουσιών, ιδίως οι γνωστικές διαταραχές και η ψύχωση, ενδέχεται να μειώσουν την ικανότητα του ατόμου να κατανοήσει τους κινδύνους και τα οφέλη της παρέμβασης (Hostiuc et al., 2018). Αντιστρόφως, ένα άτομο μπορεί επίσης να έχει σοβαρή ψυχική ασθένεια, αλλά να είναι σε θέση να κατανοήσει τους κινδύνους και τα οφέλη μιας συγκεκριμένης παρέμβασης (Carpenter et al., 2000). Η διεπιστημονική επικοινωνία είναι σημαντική σε περιπτώσεις που αποτελούν πρόκληση, και η συμβουλή εμπειρογνωμόνων θα πρέπει να χρησιμοποιείται στο βαθμό που απαιτείται (Karasic & Fraser, 2018). Για πολλά άτομα, η δυσκολία κατανόησης των κινδύνων και των οφελών μιας συγκεκριμένης παρέμβασης μπορεί να ξεπεραστεί με χρόνο και προσεκτικές εξηγήσεις. Για ορισμένα άτομα, η θεραπεία/θεραπευτική αγωγή της υποκείμενης πάθησης που παρεμποδίζει την ικανότητα παροχής ενημερωμένης συγκατάθεσης -για παράδειγμα σε μια υποκείμενη ψύχωση- θα επιτρέψει στο άτομο να αποκτήσει την ικανότητα να συναινέσει στην απαιτούμενη παρέμβαση. Ωστόσο συμπτώματα ψυχικής υγείας όπως το άγχος ή τα καταθλιπτικά συμπτώματα, τα οποία δεν επηρεάζουν την ικανότητα για συναίνεση, δεν θα πρέπει να αποτελούν εμπόδιο για τις ιατρικές παρεμβάσεις επιβεβαίωσης φύλου, ιδίως καθώς έχει διαπιστωθεί ότι οι παρεμβάσεις αυτές μειώνουν αυτά τα συμπτώματα ψυχικής υγείας (Aldridge et al., 2020).

Δήλωση 18.2 

Συνιστούμε οι επαγγελματίες ψυχικής υγείας να προσφέρουν φροντίδα και υποστήριξη σε τρανς και φυλοδιαφορετικά άτομα για την αντιμετώπιση των συμπτωμάτων ψυχικής υγείας που παρεμποδίζουν την ικανότητα ενός ατόμου να συμμετέχει στην απαραίτητη περιεγχειρητική φροντίδα πριν από χειρουργικές επεμβάσεις επιβεβαίωσης φύλου.

Η αδυναμία επαρκούς συμμετοχής στην περιεγχειρητική φροντίδα λόγω ψυχικής ασθένειας ή χρήσης ουσιών δεν πρέπει να θεωρείται εμπόδιο στην αναγκαία φροντίδα φυλομετάβασης, αλλά θα πρέπει να θεωρείται ένδειξη ότι θα πρέπει να παρασχεθούν υπηρεσίες ψυχικής υγείας και κοινωνική υποστήριξη (Karasic, 2020). Οι ψυχικές ασθένειες και οι διαταραχές χρήσης ουσιών μπορεί να επηρεάσουν την ικανότητα του ατόμου να συμμετέχει στην περιεγχειρητική φροντίδα (Barnhill, 2014). Οι επισκέψεις σε επαγγελματίες υγείας, η περιποίηση των τραυμάτων και άλλες διαδικασίες μετεγχειρητικής φροντίδας (π.χ. διαστολή μετά από κολποπλαστική) μπορεί να είναι απαραίτητες για ένα καλό αποτέλεσμα. Ένα άτομο με διαταραχή χρήσης ουσιών ενδέχεται να δυσκολεύεται να τηρήσει τα απαραίτητα ραντεβού με τον πάροχο πρωτοβάθμιας φροντίδας και τον/την χειρουργό. Ένα άτομο με ψύχωση ή σοβαρή κατάθλιψη μπορεί να παραμελήσει το τραύμα του ή να μην δώσει προσοχή σε μολύνσεις ή σημάδια αποκόλλησης (Lee, Marsh et al., 2016). Η ενεργός ψυχική νόσος σχετίζεται με μεγαλύτερη ανάγκη για περαιτέρω οξεία ιατρική και χειρουργική περίθαλψη μετά την αρχική χειρουργική επέμβαση (Wimalawansa et al., 2014).

Σε αυτές τις περιπτώσεις, η θεραπεία της ψυχικής νόσου ή της διαταραχής χρήσης ουσιών μπορεί να βοηθήσει στην επίτευξη επιτυχημένων αποτελεσμάτων. Η οργάνωση περισσότερης υποστήριξης για το άτομο από την οικογένεια και το φιλικό του περιβάλλον ή από κατ’ οίκον νοσηλευτή/-ρια μπορεί να το βοηθήσει να συμμετάσχει επαρκώς στην περιεγχειρητική φροντίδα ώστε να προχωρήσει η χειρουργική επέμβαση. Τα οφέλη των παρεμβάσεων για την ψυχική υγεία που μπορεί να καθυστερήσουν τη χειρουργική επέμβαση θα πρέπει να σταθμίζονται έναντι των κινδύνων που συνεπάγεται η καθυστέρηση της χειρουργικής επέμβασης, και θα πρέπει να περιλαμβάνουν αξιολόγηση των επιπτώσεων που μπορεί να προκαλέσουν στην ψυχική υγεία των ατόμων οι καθυστερήσεις στην αντιμετώπιση της δυσφορίας φύλου (Byne et al., 2018).

Δήλωση 18.3 

Συνιστούμε, όταν υπάρχουν σημαντικά συμπτώματα ψυχικής υγείας ή κατάχρηση ουσιών, οι επαγγελματίες ψυχικής υγείας να αξιολογούν τις πιθανές αρνητικές επιπτώσεις που μπορεί να έχουν τα συμπτώματα ψυχικής υγείας στα αποτελέσματα μίας χειρουργικής επέμβασης, με βάση τη φύση της συγκεκριμένης χειρουργικής επέμβασης επιβεβαίωσης φύλου.

Οι χειρουργικές διαδικασίες επιβεβαίωσης φύλου ποικίλλουν ως προς τις επιπτώσεις τους στο άτομο. Ορισμένες διαδικασίες απαιτούν μεγαλύτερη ικανότητα παρακολούθησης του προεγχειρητικού σχεδιασμού, καθώς και συμμετοχή στην προεγχειρητική και μετεγχειρητική φροντίδα για την επίτευξη των καλύτερων αποτελεσμάτων (Tollinche et al., 2018). Τα συμπτώματα ψυχικής υγείας μπορούν να επηρεάσουν την ικανότητα του ατόμου να συμμετέχει στον προγραμματισμό και την περιεγχειρητική φροντίδα που απαιτούνται για οποιαδήποτε χειρουργική επέμβαση (Paredes et al., 2020). Η αξιολόγηση της ψυχικής υγείας μπορεί να προσφέρει την ευκαιρία να αναπτυχθούν στρατηγικές για την αντιμετώπιση των πιθανών αρνητικών επιπτώσεων που μπορεί να έχουν τα συμπτώματα ψυχικής υγείας στα αποτελέσματα, και να δημιουργηθεί πλάνο για την υποστήριξη της ικανότητας του ατόμου να συμμετέχει στο σχεδιασμό και τη φροντίδα. Έχει αποδειχθεί ότι οι χειρουργικές επεμβάσεις επιβεβαίωσης φύλου ανακουφίζουν από τα συμπτώματα της δυσφορίας φύλου και βελτιώνουν την ψυχική υγεία (Owen-Smith et al., 2018- van de Grift, Elaut et al., 2017). Αυτά τα οφέλη σταθμίζονται έναντι των κινδύνων κάθε διαδικασίας όταν το άτομο και ο/η επαγγελματίας υγείας αποφασίζουν αν θα προχωρήσουν στην παρέμβαση. Οι επαγγελματίες υγείας μπορούν να βοηθήσουν τα τρανς και φυλοδιαφορετικά άτομα να επανεξετάσουν τις οδηγίες προ-σχεδιασμού και περιεγχειρητικής φροντίδας για κάθε χειρουργική επέμβαση (Karasic, 2020). Ο/Η επαγγελματίας υγείας και το άτομο, μπορούν να καθορίσουν σε συνεργασία την απαραίτητη υποστήριξη ή τους πόρους που χρειάζονται για να βοηθήσουν στην τήρηση των ραντεβού για την περιεγχειρητική φροντίδα, στην απόκτηση των απαραίτητων προμηθειών, στην αντιμετώπιση οικονομικών ζητημάτων και στη διεκπεραίωση άλλου προεγχειρητικού συντονισμού και προγραμματισμού. Επιπλέον, μπορούν να διερευνηθούν θέματα που αφορούν τις προσδοκίες που σχετίζονται με την εμφάνιση και τις λειτουργικές προσδοκίες, συμπεριλαμβανομένου του αντίκτυπου αυτών των διαφόρων παραγόντων στη δυσφορία φύλου.

Δήλωση 18.4 

Συνιστούμε οι επαγγελματίες υγείας να αξιολογούν την ανάγκη για ψυχοκοινωνική και πρακτική υποστήριξη των τρανς και φυλοδιαφορετικών ατόμων κατά την περιεγχειρητική περίοδο χειρουργικών επεμβάσεων επιβεβαίωσης φύλου.

Ανεξάρτητα από την ειδικότητα, οι επαγγελματίες υγείας έχουν την ευθύνη να υποστηρίζουν τα άτομα στο να έχουν πρόσβαση σε ιατρικά αναγκαία φροντίδα. Όταν οι επαγγελματίες υγείας εργάζονται με τρανς και φυλοδιαφορετικά άτομα καθώς αυτά προετοιμάζονται για χειρουργικές επεμβάσεις επιβεβαίωσης φύλου, θα πρέπει να αξιολογούν τα επίπεδα ψυχοκοινωνικής και πρακτικής υποστήριξης που απαιτούνται (Deutsch, 2016b). Η αξιολόγηση είναι το πρώτο βήμα για την αναγνώριση των σημείων όπου μπορεί να απαιτείται πρόσθετη υποστήριξη, και την ενίσχυση της ικανότητας συνεργασίας με το άτομο για την επιτυχή πλοήγηση στην προ-, περι- και μετεγχειρητική περίοδο (Tollinche et al., 2018). Κατά την περιεγχειρητική περίοδο, είναι σημαντικό να βοηθηθούν τα άτομα να βελτιστοποιήσουν τη λειτουργικότητά τους, να εξασφαλίσουν σταθερή στέγαση, όταν είναι δυνατόν, να οικοδομήσουν κοινωνικές και οικογενειακές υποστήριξη αξιολογώντας τη μοναδική τους κατάσταση, να σχεδιάσουν τρόπους αντιμετώπισης των ιατρικών επιπλοκών, να πλοηγηθούν στις πιθανές επιπτώσεις στην εργασία/στο εισόδημα και να ξεπεράσουν πρόσθετα εμπόδια που μπορεί να αντιμετωπίσουν ορισμένα άτομα, όπως η αντιμετώπιση της ηλεκτρόλυσης και η διακοπή του καπνίσματος (Berli et al., 2017). Σε ένα πολύπλοκο ιατρικό σύστημα, δεν θα είναι όλα τα άτομα σε θέση να πλοηγηθούν ανεξάρτητα στις διαδικασίες που απαιτούνται για τη λήψη φροντίδας, και οι επαγγελματίες υγείας και οι ομότιμοι καθοδηγητές-τριες-ά μπορούν να παρέχουν υποστήριξη.

Δήλωση 18.5 

Συνιστούμε οι επαγγελματίες υγείας να συμβουλεύουν και να υποστηρίζουν τα τρανς και φυλοδιαφορετικά άτομα στο να απέχουν από τον καπνό/την νικοτίνη πριν από χειρουργικές επεμβάσεις επιβεβαίωσης φύλου.

Τρανς και φυλοδιαφορετικά άτομα έχουν υψηλότερα ποσοστά χρήσης καπνού και νικοτίνης (Kidd et al., 2018). Ωστόσο, πολλοί αγνοούν τους καλά τεκμηριωμένους κινδύνους για την υγεία που σχετίζονται με το κάπνισμα (Bryant et al., 2014). Η κατανάλωση καπνού αυξάνει τον κίνδυνο εμφάνισης προβλημάτων υγείας (π.χ. θρόμβωση) σε άτομα που λαμβάνουν ορμονοθεραπεία ιδίως οιστρογόνα (Chipkin & Kim, 2017). 

Η χρήση καπνού έχει συσχετιστεί με χειρότερα αποτελέσματα στην πλαστική χειρουργική, συμπεριλαμβανομένων των συνολικών επιπλοκών, της νέκρωσης των ιστών και της ανάγκης για χειρουργική αναθεώρηση (Coon et al., 2013). Το κάπνισμα αυξάνει επίσης τον κίνδυνο μετεγχειρητικής λοίμωξης (Kaoutzanis et al., 2019).  Η χρήση καπνού έχει αποδειχθεί ότι επηρεάζει τη διαδικασία επούλωσης μετά από οποιαδήποτε χειρουργική επέμβαση, συμπεριλαμβανομένων των χειρουργικών επεμβάσεων που σχετίζονται με το φύλο (π.χ. επανορθωτική χειρουργική του θώρακα, χειρουργική των γεννητικών οργάνων) (Pluvy, Garrido et al., 2015). Οι καπνιστές-ριες έχουν υψηλότερο κίνδυνο δερματικής νέκρωσης, αργοπορημένης επούλωσης τραυμάτων και διαταραχών στις ουλές λόγω υποξίας και ισχαιμίας των ιστών (Pluvy, Panouilleres et al., 2015). Λαμβάνοντας υπόψη το γεγονός αυτό, οι χειρουργοί συνιστούν τη διακοπή του καπνίσματος/νικοτίνης πριν από τη χειρουργική επέμβαση επιβεβαίωσης φύλου και την αποχή από το κάπνισμα έως και αρκετές εβδομάδες μετεγχειρητικά, έως ότου επουλωθεί πλήρως το τραύμα (Matei & Danino, 2015). Παρά τους κινδύνους, η διακοπή μπορεί να είναι δύσκολη. Το κάπνισμα και η χρήση νικοτίνης προκαλεί εθισμό και χρησιμοποιείται επίσης ως μηχανισμός αντιμετώπισης (Matei et al., 2015). Οι ειδικοί παροχών υπηρεσιών υγείας που βλέπουν τους ασθενείς μακροχρόνια πριν από τη χειρουργική επέμβαση, συμπεριλαμβανομένων των ειδικών παροχής υπηρεσιών ψυχικής υγείας και πρωτοβάθμιας φροντίδας, θα πρέπει να αντιμετωπίσουν το κάπνισμα και τη χρήση νικοτίνης με άτομα στη φροντίδα τους και είτε να βοηθήσουν τα τρανς και φυλοδιαφορετικά άτομα δίνοντας  πρόσβαση σε προγράμματα διακοπής του καπνίσματος ή παρέχοντας  άμεση θεραπεία (π.χ. βαρενικλίνη ή βουπροπιόνη).

Δήλωση 18.6 

Συνιστούμε οι επαγγελματίες υγείας να διατηρούν την υπάρχουσα ορμονοθεραπεία, σε περίπτωση που ένα τρανς ή φυλοδιαφορετικό άτομο απαιτείται να εισαχθεί  σε ψυχιατρική ή ιατρική μονάδα νοσηλείας, εκτός εάν υπάρχουν ιατρικές αντενδείξεις.

Τα τρανς και φυλοδιαφορετικά άτομα που εισέρχονται σε ψυχιατρικές, θεραπευτικές ή ιατρικές μονάδες ενδονοσοκομειακής νοσηλείας για χρήση ουσιών θα πρέπει να διατηρούν την τρέχουσα ορμονική τους θεραπεία. Δεν υπάρχουν στοιχεία που να υποστηρίζουν τη διακοπή των ορμονών πριν από την εισαγωγή σε ιατρικές ή ψυχιατρικές κλινικές. Σπάνια, ένα νεοεισερχόμενο άτομο μπορεί να διαγνωστεί με ιατρική επιπλοκή που καθιστά αναγκαία την αναστολή της ορμονικής θεραπείας, για παράδειγμα μια οξεία φλεβική θρομβοεμβολή (Deutsch, 2016a). Δεν υπάρχουν ισχυρά στοιχεία για τη συστηματική διακοπή της ορμονικής θεραπείας πριν από χειρουργική επέμβαση και οι κίνδυνοι και τα οφέλη για κάθε ασθενή ξεχωριστά θα πρέπει να αξιολογούνται πριν από αυτή (Boskey et al., 2018). 

Η ορμονική θεραπεία έχει αποδειχθεί ότι βελτιώνει την ποιότητα ζωής και μειώνει την κατάθλιψη και το άγχος (Aldridge et al., 2020, Nguyen et al., 2018, Nobili et al., 2018, Owen-Smith et al., 2018, Rowniak et al., 2019). Η πρόσβαση σε ιατρική περίθαλψη, επιβεβαιωτική για το φύλο, συνδέεται με σημαντική μείωση του κινδύνου απόπειρας αυτοκτονίας (Bauer et al., 2015). Η διακοπή των τακτικά συνταγογραφούμενων ορμονών ενός ατόμου στερεί από το άτομο αυτές τις ευεργετικές επιδράσεις τους και, ως εκ τούτου, μπορεί να είναι αντίθετη προς τους στόχους της νοσηλείας. 

Ορισμένοι ειδικοί παροχής υπηρεσιών ενδέχεται να μην έχουν επίγνωση του χαμηλού κινδύνου βλάβης και του υψηλού δυνητικού οφέλους από τη συνέχιση της θεραπείας που σχετίζεται με τη μετάβαση στο πλαίσιο της ενδονοσοκομειακής νοσηλείας. Μελέτη σε ιατρικές σχολές των ΗΠΑ και του Καναδά αποκάλυψε ότι οι φοιτητές έλαβαν κατά μέσο όρο 5 ώρες περιεχομένου μαθημάτων σχετικών με τα ΛΟΑΤ άτομα καθ’ όλη τη διάρκεια των τεσσάρων ετών της εκπαίδευσής τους (Obedin-Maliver et al., 2011). Σύμφωνα με μια έρευνα σε ιατρούς επειγόντων περιστατικών, οι οποίοι-ες είναι συχνά υπεύθυνοι-ες για τη λήψη γρήγορων αποφάσεων σχετικά με τα φάρμακα κατά την εισαγωγή των ασθενών, ενώ το 88% ανέφερε ότι φροντίζει τρανς ασθενείς, μόνο το 17,5% είχε λάβει επίσημη εκπαίδευση σχετικά με αυτόν τον πληθυσμό (Chisolm-Straker et al., 2018). Καθώς αυξάνεται η εκπαίδευση σχετικά με τα τρανς θέματα, περισσότεροι ειδικοί παροχής υπηρεσιών υγείας θα συνειδητοποιήσουν τη σημασία της διατήρησης των τρανς ασθενών στην ορμονική τους αγωγή κατά τη διάρκεια της νοσηλείας.

Δήλωση 18.7 

Συνιστούμε οι επαγγελματίες υγείας να διασφαλίζουν ότι, σε περίπτωση που τα τρανς και φυλοδιαφορετικά άτομα χρειάζονται ενδονοσοκομειακή ή νοσοκομειακή φροντίδα ψυχικής υγείας, κατάχρησης ουσιών, ή ιατρική περίθαλψη, όλο το προσωπικό να χρησιμοποιεί το σωστό όνομα και τις αντωνυμίες (όπως παρέχονται από το άτομο), καθώς και να παρέχουν πρόσβαση σε χώρους υγιεινής και ύπνου που είναι ευθυγραμμισμένοι με την ταυτότητα φύλου του ατόμου. 

Πολλά τρανς και φυλοδιαφορετικά άτομα αντιμετωπίζουν διακρίσεις σε ένα ευρύ φάσμα χώρων υγείας, συμπεριλαμβανομένων των νοσοκομείων, των χώρων ψυχικής υγείας και των προγραμμάτων για τα ναρκωτικά(Grant et al., 2011). Όταν τα συστήματα υγείας αποτυγχάνουν να φιλοξενήσουν τα τρανς και φυλοδιαφορετικά άτομα, ενισχύουν τον μακροχρόνιο κοινωνικό αποκλεισμό που πολλά έχουν βιώσει (Karasic, 2016). Οι εμπειρίες διακρίσεων σε χώρους υγείας οδηγούν στην αποφυγή της αναγκαίας υγειονομικής περίθαλψης λόγω των αναμενόμενων διακρίσεων (Kcomt et al., 2020). 

Η εμπειρία των διακρίσεων που βιώνουν τα τρανς και φυλοδιαφορετικά άτομα είναι προγνωστικό του αυτοκτονικού ιδεασμού (Rood et al., 2015- Williams et al., 2021). Το άγχος του μειονοτικού στρες που σχετίζεται με την απόρριψη και τη μη επιβεβαίωση έχει επίσης συσχετιστεί με την αυτοκτονικότητα (Testa et al., 2017). Η άρνηση πρόσβασης σε κατάλληλες ανάλογα με το φύλο, τουαλέτες έχει συσχετιστεί με αυξημένη αυτοκτονικότητα (Seelman, 2016). Ωστόσο, η χρήση επιλεγμένων ονομάτων για τα τρανς και φυλοδιαφορετικά άτομα έχει συσχετιστεί με χαμηλότερη κατάθλιψη και αυτοκτονικότητα (Russell et al., 2018). Η συστημική τρανσφοβία καθώς και η εσωτερικευμένη τρανσφοβία πρέπει να αντιμετωπιστούν για να μειωθεί η συχνότητα των αποπειρών αυτοκτονίας στα τρανς και φυλοδιαφορετικά άτομα (Brumer et al., 2015). Για την επιτυχημένη παροχή φροντίδας,  τα συστήματα υγείας πρέπει να ελαχιστοποιήσουν τη βλάβη που προκαλείται στους ασθενείς λόγω της τρανσφοβίας, σεβόμενοι και φιλοξενώντας τις τρανς και φυλοδιαφορετικές ταυτότητες.

Δήλωση 18.8 

Συνιστούμε οι επαγγελματίες ψυχικής υγείας να ενθαρρύνουν, να υποστηρίζουν και να ενδυναμώνουν τα τρανς και φυλοδιαφορετικά άτομα ώστε να αναπτύσσουν και να διατηρούν συστήματα κοινωνικής υποστήριξης, συμπεριλαμβανομένων των συνομηλίκων, των φίλων και των οικογενειών. 

Ενώ το μειονοτικό στρες και οι άμεσες επιπτώσεις των κοινωνικών διακρίσεων μπορούν να είναι επιβλαβείς για την ψυχική υγεία των τρανς και φυλοδιαφορετικών ατόμων, η έντονη κοινωνική υποστήριξη μπορεί να συμβάλλει στη μείωση αυτής της βλάβης (Trujillo et al., 2017). Τα τρανς και φυλοδιαφορετικά παιδιά συχνά εσωτερικεύουν την απόρριψη από την οικογένεια και τους συνομηλίκους, καθώς και την τρανσφοβία που τα περιβάλλει (Amodeo et al., 2015). Επιπλέον, η έκθεση σε τρανσφοβική κακοποίηση μπορεί να έχει αντίκτυπο σε όλη τη διάρκεια της ζωής ενός ατόμου και μπορεί να είναι ιδιαίτερα έντονη κατά τη διάρκεια της εφηβείας (Nuttbrock et al., 2010). 

Η ανάπτυξη επιβεβαιωτικής κοινωνικής υποστήριξης είναι προστατευτική για την ψυχική υγεία. Η κοινωνική στήριξη μπορεί να λειτουργήσει ως ρυθμιστικός παράγοντας έναντι των δυσμενών συνεπειών της βίας, του στίγματος και των διακρίσεων στην ψυχική υγεία (Bockting et al., 2013), μπορεί να βοηθήσει στην καθοδήγηση των συστημάτων υγείας (Jackson Levin et al., 2020) και μπορεί να συμβάλει στην ψυχολογική ανθεκτικότητα των τρανς και φυλοδιαφορετικών ατόμων (Bariola et al., 2015- Başar and Öz, 2016). Οι ποικίλες πηγές κοινωνικής υποστήριξης, ιδίως τα ΛΟΑΤΚΙ+ συνομήλικα άτομα και η οικογένεια, έχει βρεθεί ότι σχετίζονται με καλύτερα αποτελέσματα ψυχικής υγείας, ευημερίας και ποιότητα ζωής (Bariola et al., 2015- Başar et al., 2016- Kuper, Adams et al., 2018- Puckett et al., 2019). Έχει προταθεί ότι η κοινωνική στήριξη διευκολύνει την ανάπτυξη μηχανισμών αντιμετώπισης και οδηγεί σε θετικές συναισθηματικές εμπειρίες καθ’ όλη τη διάρκεια της διαδικασίας της φυλομετάβασης (Budge et al., 2013). 

Οι υγειονομικοί υπάλληλοι μπορούν να υποστηρίξουν τους ασθενείς στην ανάπτυξη συστημάτων κοινωνικής υποστήριξης που θα τους επιτρέψουν να αναγνωριστούν και να γίνουν αποδεκτοί με την αυθεντική ταυτότητά τους και θα τους βοηθήσουν να αντιμετωπίσουν τα συμπτώματα της δυσφορίας φύλου. Τα διαπροσωπικά προβλήματα και η έλλειψη κοινωνικής υποστήριξης έχουν συσχετιστεί με μεγαλύτερη συχνότητα εμφάνισης δυσκολιών στη ψυχική υγεία σε τρανς και φυλοδιαφορετικά άτομα (Bouman, Davey et al., 2016- Davey et al., 2015) και έχει αποδειχθεί ότι αποτελούν παράγοντα πρόβλεψης της έκβασης των ιατρικών επιβεβαιωτικών ως προς το φύλο παρεμβάσεων (Aldridge et al., 2020). Ως εκ τούτου, οι ειδικοί παροχής υπηρεσιών υγείας θα πρέπει να ενθαρρύνουν, να υποστηρίζουν και να ενδυναμώνουν τα τρανς και φυλοδιαφορετικά άτομα να αναπτύσσουν και να διατηρούν συστήματα κοινωνικής υποστήριξης. Αυτές οι εμπειρίες μπορούν να προωθήσουν την ανάπτυξη διαπροσωπικών δεξιοτήτων και να βοηθήσουν στην αντιμετώπιση των κοινωνικών διακρίσεων, μειώνοντας δυνητικά την αυτοκτονικότητα και βελτιώνοντας την ψυχική υγεία (Pflum et al., 2015).

Δήλωση 18.9

Συνιστούμε οι επαγγελματίες υγείας να μην καθιστούν υποχρεωτική την ψυχοθεραπεία για τα τρανς και φυλοδιαφορετικά άτομα πριν από την έναρξη των επιβεβαιωτικών ως προς το φύλο παρεμβάσεων, αναγνωρίζοντας παράλληλα ότι η ψυχοθεραπεία μπορεί να είναι χρήσιμη για ορισμένα τρανς και φυλοδιαφορετικά άτομα.

Η ψυχοθεραπεία έχει μακρά ιστορία στη χρήση της στην κλινική εργασία με τρανς και φυλοδιαφορετικά άτομα (Fraser, 2009b). Οι στόχοι, οι απαιτήσεις, οι μέθοδοι και οι αρχές της ψυχοθεραπείας αποτέλεσαν εξελισσόμενο στοιχείο των Προτύπων Φροντίδας από τις αρχικές εκδόσεις (Fraser, 2009a). Επί του παρόντος, η ψυχοθεραπευτική βοήθεια και η συμβουλευτική με ενήλικα τρανς και φυλοδιαφορετικά άτομα μπορεί να αναζητηθεί για την αντιμετώπιση κοινών ψυχολογικών ανησυχιών που σχετίζονται με την αντιμετώπιση της δυσφορίας του φύλου και μπορεί επίσης να βοηθήσει ορισμένα άτομα στη διαδικασία του coming out (δηλ. της γνωστοποίησης της ταυτότητας φύλου του ατόμου) (Hunt, 2014). Οι ψυχολογικές παρεμβάσεις, συμπεριλαμβανομένης της ψυχοθεραπείας, προσφέρουν αποτελεσματικά εργαλεία και παρέχουν ένα πλαίσιο για το άτομο, όπως η διερεύνηση της ταυτότητας φύλου και της έκφρασής της, η ενίσχυση της αυτο αποδοχής και της ελπίδας και η βελτίωση της ανθεκτικότητας σε εχθρικά και ανασταλτικά περιβάλλοντα (Matsuno and Israel, 2018). Η ψυχοθεραπεία είναι μια καθιερωμένη εναλλακτική θεραπευτική προσέγγιση για την αντιμετώπιση των συμπτωμάτων ψυχικής υγείας που μπορεί να αποκαλυφθούν κατά την αρχική αξιολόγηση ή αργότερα κατά τη διάρκεια της παρακολούθησης για ιατρικές παρεμβάσεις που επιβεβαιώνουν το φύλο. Πρόσφατες έρευνες δείχνουν ότι, αν και τα συμπτώματα ψυχικής υγείας μειώνονται μετά από ιατρικές παρεμβάσεις επιβεβαίωσης του φύλου, τα επίπεδα άγχους παραμένουν υψηλά (Aldridge et al., 2020), γεγονός που υποδηλώνει ότι η ψυχολογική θεραπεία μπορεί να διαδραματίσει ρόλο στη βοήθεια των ατόμων που υποφέρουν από συμπτώματα άγχους μετά από παρεμβάσεις επιβεβαιωτικές για το φύλο.

Τα τελευταία χρόνια έχουν αναφερθεί οι χρήσεις και τα πιθανά οφέλη συγκεκριμένων ψυχοθεραπευτικών μεθόδων (Austin et al., 2017- Budge, 2013- Budge et al., 2021- Embaye, 2006- Fraser, 2009b- Heck et al., 2015). Έχουν προταθεί ειδικά μοντέλα ψυχοθεραπείας για ενήλικα τρανς και μη δυϊκά άτομα (Matsuno & Israel, 2018). Ωστόσο, απαιτούνται περισσότερα εμπειρικά δεδομένα σχετικά με τα συγκριτικά οφέλη των διαφόρων ψυχοθεραπευτικών μοντέλων (Catelan et al., 2017). Η ψυχοθεραπεία μπορεί να βιώνεται από τα τρανς άτομα ως μια φοβική αλλά και ωφέλιμη εμπειρία (Applegarth & Nuttall, 2016) και παρουσιάζει προκλήσεις για τον/την/το θεραπευτή-τρια-ό και για τη δημιουργία συμμαχίας όταν συνδέεται με το gatekeeping για ιατρικές παρεμβάσεις (Budge, 2015). 

Η εμπειρία δείχνει ότι πολλά τρανς και μη δυϊκά άτομα αποφασίζουν να υποβληθούν σε ιατρικές παρεμβάσεις που επιβεβαιώνουν το φύλο τους με ελάχιστη ή καθόλου χρήση ψυχοθεραπείας (Spanos et al., 2021). Παρόλο που διάφορες μορφές ψυχοθεραπείας μπορεί να είναι ωφέλιμες για διαφορετικούς λόγους πριν, κατά τη διάρκεια και μετά τις ιατρικές παρεμβάσεις που επιβεβαιώνουν το φύλο και έχουν αναφερθεί διαφορετικά ποσοστά επιθυμίας για ψυχοθεραπεία κατά τη διάρκεια διαφορετικών σταδίων της μετάβασης (Mayer et al., 2019), η απαίτηση για ψυχοθεραπεία για την έναρξη ιατρικών διαδικασιών που επιβεβαιώνουν το φύλο δεν έχει αποδειχθεί ότι είναι ωφέλιμη και μπορεί να αποτελέσει επιβλαβές εμπόδιο στη φροντίδα για όσους δεν χρειάζονται αυτού του είδους τη θεραπεία ή δεν έχουν πρόσβαση σε αυτήν.

Δήλωση 18.10 

Συνιστούμε να μην προσφέρονται θεραπείες “επανόρθωσης” και “μεταστροφής” που αποσκοπούν στην προσπάθεια να αλλάξει η ταυτότητα φύλου και η βιωμένη έκφραση φύλου ενός ατόμου ώστε να γίνει πιο συμβατή με το φύλο που του αποδόθηκε κατά τη γέννηση.

Η χρήση της “επανορθωτικής” θεραπείας ή θεραπείας “μεταστροφής” ή των προσπαθειών “αλλαγής” της ταυτότητας φύλου αντιτίθεται από πολλές μεγάλες ιατρικές οργανώσεις και οργανώσεις ψυχικής υγείας σε όλο τον κόσμο, όπως η Παγκόσμια Ψυχιατρική Εταιρεία, ο Παναμερικανικός Οργανισμός Υγείας, η Αμερικανική Ψυχιατρική και η Αμερικανική Ψυχολογική Εταιρεία, το Βασιλικό Κολέγιο Ψυχιάτρων και η Βρετανική Ψυχολογική Εταιρεία. Πολλές πολιτείες στις ΗΠΑ έχουν θεσπίσει απαγορεύσεις για την άσκηση της θεραπείας μεταστροφής σε ανηλίκους. Οι προσπάθειες αλλαγής της ταυτότητας φύλου αναφέρονται σε παρεμβάσεις από επαγγελματίες ψυχικής υγείας ή άλλους που επιχειρούν να αλλάξουν την ταυτότητα ή την έκφραση του φύλου ώστε να είναι περισσότερο σύμφωνες με αυτά που συνήθως συνδέονται με το φύλο που αποδόθηκε στο άτομο κατά τη γέννηση (Αμερικανική Ψυχολογική Ένωση, 2021).

Οι υποστηρικτές των “θεραπειών μεταστροφής” έχουν προτείνει ότι θα μπορούσε ενδεχομένως να επιτρέψει σε ένα άτομο να ενταχθεί καλύτερα στον κοινωνικό του κόσμου. Επισημαίνουν επίσης ότι ορισμένοι πελάτες ζητούν συγκεκριμένα βοήθεια για να αλλάξουν την ταυτότητα ή την έκφραση του φύλου τους και οι θεραπευτές θα πρέπει να έχουν τη δυνατότητα να βοηθήσουν τους πελάτες να επιτύχουν τους στόχους τους. Ωστόσο, η “θεραπείες μεταστροφής” δεν έχουν αποδειχθεί αποτελεσματικές (APA, 2009- Przeworski et al., 2020). Επιπλέον, υπάρχουν πολλές πιθανές βλάβες. Σε αναδρομικές μελέτες, το ιστορικό ότι ένα άτομο έχει υποβληθεί σε θεραπεία μεταστροφής συνδέεται με αυξημένα επίπεδα κατάθλιψης, κατάχρησης ουσιών, αυτοκτονικών σκέψεων και απόπειρας αυτοκτονίας, καθώς και με χαμηλότερο μορφωτικό επίπεδο και μικρότερο εβδομαδιαίο εισόδημα (Ryan et al., 2020- Salway et al., 2020- Turban, Beckwith et al., 2020). Το 2021, τα ψηφίσματα της Αμερικανικής Ψυχολογικής Εταιρείας αναφέρουν ότι “τα επιστημονικά στοιχεία και η κλινική εμπειρία δείχνουν ότι οι προσπάθειες αλλαγής ταυτότητας φύλου θέτουν τα άτομα σε σημαντικό κίνδυνο βλάβης” (APA, 2021). 

Ενώ υπάρχουν εμπόδια για τον τερματισμό των προσπαθειών “αλλαγής ταυτότητας φύλου”, η εκπαίδευση σχετικά με την έλλειψη των οφελών και τις πιθανές βλάβες που προκαλούν μπορεί να οδηγήσει σε λιγότερους παρόχους που προσφέρουν “θεραπείες μεταστροφής” και σε λιγότερα άτομα και οικογένειες που επιλέγουν κάτι τέτοιο.