Η Βανέσα Βενέτη εμφανίστηκε πριν δύο ημέρες στην πρωινή τηλεοπτική εκπομπή “Πάμε Δανάη”, και μίλησε για τον δικαστικό αγώνα που κάνει ως τρανς γυναίκα διεκδικώντας το δικαίωμά της να βλέπει το παιδί της, το οποίο είχε αποκτήσει από ετεροκανονικό γάμο πριν το coming out της.
Στην συνέντευξή της αυτή ανέφερε ότι το δικαστήριο της απαγόρεψε να βλέπει το παιδί της, θεωρώντας την “ψυχικά ασταθή”, βασιζόμενο στην ταυτότητα φύλου της.
Ως επιστημονικός φορέας εξειδικευμένος στην ψυχική υγεία ΛΟΑΤΚΙ+ ατόμων, θα θέλαμε να σταθούμε σε τρία σημεία:
-Επαναλαμβάνουμε ότι οι τρανς ταυτότητες δεν αποτελούν ψυχική διαταραχή. Κάθε απόπειρα παθολογιοποίησής τους παραβιάζει τα ανθρώπινα δικαιώματα, και είναι αντιεπιστημονική και επικίνδυνη.
-Το δικαίωμα στην γονεϊκότητα είναι ανθρώπινο δικαίωμα και ως τέτοιο πρέπει να προστατεύεται. Η κατάχρηση επιστημονικοφανών επιχειρημάτων, και η ανοχή ή και ενεργή δράση επαγγελματιών ψυχικής υγείας προς αυτή την κατεύθυνση, μόνο ως επικίνδυνες, αντιδεοντολογικές και πλήρως αβάσιμες πρακτικές μπορούν να ερμηνευθούν.
-Η χρήση, παρ’ όλα αυτά, της έννοιας της ψυχικής ασθένειας και των προκλήσεων ψυχικής υγείας με τρόπο στιγματιστικό και στόχο την παραβίαση του δικαιώματος ενός γονιού να βλέπει το παιδί του και το αντίστροφο, είναι επίσης επικίνδυνο μονοπάτι. Οι προκλήσεις ψυχικής υγείας per se δεν καθιστούν έναν άνθρωπο επικίνδυνο για τα παιδιά του και δεν εξισώνονται με την κακοποίηση ή άλλες παραβιαστικές συμπεριφορές.
Για την επίλυση τυχόν αποριών εκ μέρους των επαγγελματιών ψυχικής υγείας και για την καλύτερη επιμόρφωση όλων, δημοσιεύουμε εδώ απόσπασμα του βιβλίου* μας που αφορά όλα τα σύγχρονα επιστημονικά δεδομένα για την τρανς γονεϊκότητα, την φυλομετάβαση γονέα και την σχέση τους με τα παιδιά τους.
Στηρίζουμε την Βανέσσα και κάθε τρανς γονιό που μπορεί να αντιμετωπίζει παρόμοια εμπόδια και παραβιάσεις.
Ας επιμορφωθούμε όλες-οι-α και ας γκρεμίσουμε το στίγμα.
………………………………………………………………………..
“Αναγνωρίζοντας τις ιδιαίτερες προκλήσεις, τις διακρίσεις και την αορατότητα που μπορεί να βιώνουν οι τρανς γονείς, παραθέτουμε κάποια επιμέρους στοιχεία σε σχέση με την αποκάλυψη της ταυτότητας του τρανς γονέα, την διαδικασία φυλομετάβασης και την σχέση του με το παιδί, για να υποστηρίξουμε την καλύτερη παροχή υπηρεσιών εκ μέρους των επαγγελματιών ψυχικής υγείας.
Στις έρευνες που έχουν μελετήσει την εμπειρία παιδιών τρανς γονέων, οι επιστήμονες παρατηρούν ότι στις περισσότερες περιπτώσεις η σχέση γονέων-παιδιών έμεινε η ίδια μετά τη φυλομετάβαση, εφόσον η φυλομετάβαση, για τους γονείς που την έχουν ανάγκη, οδηγεί σε καλύτερη ψυχοσυναισθηματική κατάσταση των παιδιών και καλύτερες ποιοτικά σχέσεις μεταξύ γονέα και παιδιών (Veldorale‐Griffin, 2014). Οι ερευνητές συμφωνούν ότι οι τυχόν δυσκολίες στην ψυχοσυναισθηματική ανάπτυξη των παιδιών προκαλούνται, όχι από την φυλομετάβαση, αλλά από τις συγκρούσεις στην οικογένεια, την έλλειψη πρόσβασης σε υποστηρικτικές δομές και το στίγμα και τις διακρίσεις που υφίστανται τα τρανς άτομα, ειδικά όταν αυτά δεν λαμβάνουν κατάλληλη υποστήριξη και πρόσβαση σε επιβεβαιωτικές υπηρεσίες (π.χ. Veldorale‐Griffin, 2014. Freedman et al., 2002. Grant et al, 2011). Τα ευρήματα ανασκοπήσεων της βιβλιογραφίας σε σχέση με την τρανς γονεϊκότητα καταδεικνύουν ότι οι τρανς γονείς δεσμεύονται και επενδύουν στις σχέσεις με τα παιδιά και την οικογένεια όσο και οποιοδήποτε σις άτομο (Lev, 2004. Gapka & Raj, 2003). Τα παιδιά των τρανς ατόμων δε, είναι εφικτό να προσαρμοστούν σχετικά γρήγορα στη νέα πραγματικότητα και να επαναδιαπραγματευτούν τους ρόλους στην οικογένεια (Haines et al., 2014).
Οι σχετικές έρευνες υποδεικνύουν ότι όσο πιο σταθερή ήταν η σχέση γονέων-παιδιών πριν και κατά τη φυλομετάβαση, τόσο πιο σταθερή θα παραμείνει και μετά (Green, 1978. White & Ettner, 2007), κάτι που υποδηλώνει ότι η σταθερότητα και η συνεχιζόμενη επαφή είναι ύψιστης σημασίας. Παρομοίως άλλες μελέτες (π.χ. White & Ettner, 2007) δείχνουν ότι η υψηλή συνοχή της οικογένειας πριν και μετά τη φυλομετάβαση αποτελεί προστατευτικό παράγοντα για τα παιδιά, όπως και ότι η συνεχής επαφή και με τους δύο γονείς, όταν υπάρχουν, καθώς και η υποστήριξη μέσα από τη συνεργασία των γονέων και η εμπλοκή της ευρύτερης οικογένειας είναι κρίσιμες (Hafford‐Letchfield, Cocker, Rutter, Tinarwo, McCormack, & Manning, 2019).
Υποτιμητικές εκφράσεις για τον γονέα γενικά αλλά και ειδικά σε σχέση με την ταυτότητα φύλου του, σχόλια για την καταλληλότητά του ως γονέα, υπόνοιες ότι η ταυτότητα φύλου μπορεί να θέτει σε αμφισβήτηση την αγάπη του ή τη δέσμευση στη σχέση του με το παιδί του, έχουν αρνητική επίδραση στην προσαρμογή των παιδιών (Freedman, Tasker, & di Ceglie, 2002. Haines et al., 2014. Hines, 2006. White & Ettner, 2004, 2007). Από την άλλη πλευρά, όταν οι δύο γονείς συμφωνούν στον τρόπο με τον οποίο θα μιλήσουν στα παιδιά για την ταυτότητα του τρανς γονέα, αυτό έχει θετική επίδραση στη γενικότερη προσαρμογή και ευζωία των παιδιών (Grenier, 2006).
Ωστόσο, πρόσφατες έρευνες έχουν δείξει ότι ακόμη και αν διαταραχτούν οι σχέσεις του τρανς γονέα με τον άλλο γονέα ή/και την ευρύτερη οικογένεια, η σχέση των τρανς γονέων με τα παιδιά τους μπορούν να μείνουν σχετικά ανεπηρέαστες. Αυτό σημαίνει ότι το παιδί μπορεί να επηρεαστεί από τη σύγκρουση ανάμεσα στους γονείς ή και να βιώσει σύγχυση σε περίπτωση ασυμφωνίας των γονέων σχετικά με τον τρόπο που αντιμετωπίζουν την τρανς ταυτότητα. Δεν είναι, όμως, η τρανς ταυτότητα καθ’ αυτή που προκαλεί τη σύγχυση, αλλά η σύγκρουση και η ασυμφωνία μεταξύ των γονέων, κάτι που οι ίδιοι οι γονείς οφείλουν να διαχειριστούν, χωρίς να το μεταφέρουν στα παιδιά. Ταυτόχρονα, η γενικότερη προσαρμογή των παιδιών μετά τη φυλομετάβαση του γονέα κρίνεται ως θετική (Zadeh, Imrie & Golombok, 2019. Stotzer, Herman, & Hasenbush, 2014. Dierckx & Platero, 2018).
Σε κάθε περίπτωση, με βάση την αναπτυξιακή ψυχολογία, η αιφνίδια αποκοπή και απομάκρυνση ενός παιδιού από τον ένα γονέα του είναι μια βίαιη συμπεριφορά που μπορεί να έχει αρνητικές συνέπειες, όπως σοβαρή έκπτωση στην ψυχοσυναισθηματική ανάπτυξη του παιδιού, με συμπτώματα όπως διαταραχές προσαρμογής, προβλήματα εσωτερίκευσης (όπως αγχώδη και καταθλιπτικά στοιχεία), ανάπτυξη φοβιών, αίσθημα εγκατάλειψης, χαμηλή αυτοεκτίμηση, αίσθημα ενοχής, πτώση στη σχολική επίδοση κ.α. (Harman, Kruk, & Hines, 2018) κ.α. Συχνά στοιχεία επίσης είναι η δημιουργία ανασφαλούς δεσμού, που έχει ως αποτέλεσμα δυσκολία στην ανάπτυξη σχέσεων εμπιστοσύνης με άλλα άτομα.
Υπογραμμίζεται επομένως η απαραίτητη και αναγκαία συνέχιση της επαφής και ουσιαστικής σχέσης του παιδιού με τους γονείς του, με τρόπο που να καλλιεργεί το αίσθημα ασφάλειας και σταθερότητας εκ μέρους τους, και να διαπνέεται από ειλικρίνεια, συναισθηματική σταθερότητα και δέσμευση στην διαρκή φροντίδα του.”
Συγγραφείς: Nάνσυ Παπαθανασίου-Έλενα Όλγα Χρηστίδη -με την πολύτιμη συμβολή της Αυγής Σακετοπούλου και της Λήδας Αναγνωστάκη και την συνηγορία του Γιώργου Φλούδα.
*Το βιβλίο: “Συμπερίληψη και ανθεκτικότητα: Βασικές αρχές Ψυχοκοινωνικής Στήριξης σε Θέματα Σεξουαλικού Προσανατολισμού, Ταυτότητας, Χαρακτηριστικών και Έκφρασης Φύλου”, εκ. Gutenberg (επιστημονική επιμέλεια: Νάνσυ Παπαθανασίου & Έλενα-Όλγα Χρηστίδη)