Το φλερτ ενός άντρα μπορεί να γίνει ο εφιάλτης μιας γυναίκας

Συνέντευξη της Ann Pelegrini στο Δημήτρη Αγγελίδη για την Εφημερίδα των Συντακτών

 

Πώς συνδέονται οι ξενοφοβικές πολιτικές του Αμερικανού προέδρου Τραμπ με τη χαμηλή φορολογία των μεγάλων επιχειρήσεων; Τι αποτέλεσμα έχουν τα προγράμματα θεραπείας της ομοφυλοφιλίας που λειτουργούν στις ΗΠΑ; Πού στοχεύουν οι επιθέσεις της Δεξιάς στην «πολιτική ορθότητα»;

Η Aνν Πελεγκρίνι είναι καθηγήτρια Κοινωνικής και Πολιτιστικής Ανάλυσης και Σπουδών Περφόρμανς στο New York University.

Βρέθηκε πρόσφατα στην Ελλάδα, όπου συμμετείχε ως κεντρική ομιλήτρια στη διημερίδα που οργάνωσε ο επιστημονικός φορέας Orlando LGBT+Ψυχική Υγεία Χωρίς Στίγμα, στην Ταινιοθήκη της Ελλάδας.

Μιλά στις «Νησίδες» για τον ρόλο του αποδιοπομπαίου τράγου που επιφυλάσσεται σε πρόσφυγες και μετανάστες και σε άλλες κοινωνικές ομάδες, για τον πόλεμο της Δεξιάς ενάντια στην πολιτική ορθότητα και τον πραγματικό της στόχο, για τα κινήματα υπέρ της ισονομίας και της πολιτισμικής ποικιλότητας και για το κίνημα #metoo και τη διαφορά του αθώου φλερτ από τον σεξισμό.

Η ξενοφοβία, η ρητορική του μίσους και η ρατσιστική βία φαίνεται ότι εξαπλώνονται στις ΗΠΑ και στην Ευρώπη, όπου πολλές κυβερνήσεις φλερτάρουν με την ακροδεξιά ατζέντα ή την υιοθετούν. Πώς μπορεί να υπάρξει αντίσταση απέναντι στην προσπάθεια ορισμένων πολιτικών χώρων να καλλιεργήσουν τον φόβο για το διαφορετικό;

Πρόκειται για τεράστιο ζήτημα. Ενας τρόπος είναι να μπορέσουμε να δούμε καθαρά τι είναι αυτό από το οποίο επιχειρεί να αποστρέψει την προσοχή ο φόβος.

Για παράδειγμα, την ακραία οικονομική ανισότητα μεταξύ των χωρών και στο εσωτερικό των χωρών.

Ισως είναι ευκολότερο να ρίξουμε το φταίξιμο στους μετανάστες, κατηγορώντας τους ότι μας κλέβουν τις δουλειές και ότι παίρνουν πολλά προνοιακά επιδόματα, παρά να αναγκάσουμε τις επιχειρήσεις να πληρώσουν τους φόρους που τους αναλογούν για να στηρίξουν το δημόσιο καλό, όταν μάλιστα οι επιχειρήσεις στις ΗΠΑ αποτελούν βασικό χρηματοδότη των προεκλογικών εκστρατειών.

Ας δούμε πώς μεταφέρεται η ευθύνη για τη διάβρωση των οικογενειακών αξιών στις μειονότητες με διαφορετικό σεξουαλικό προσανατολισμό και ταυτότητα φύλου και στις φεμινίστριες.

Η διάβρωση των οικογενειακών αξιών μπορεί να αποτελεί πραγματικό βίωμα για πολλές οικογένειες στην Ευρώπη και στις ΗΠΑ, λόγω του άγχους οικονομικής επιβίωσης και του τρόπου που επιφέρει εντάσεις και συγκρούσεις στην οικογένεια.

Πάρα πολλοί αγωνίζονται να ταΐσουν την οικογένειά τους, να έχουν μια στέγη πάνω από το κεφάλι τους, να έχουν πρόσβαση στην αναγκαία φροντίδα υγείας.

Πολλοί κάνουν δύο και περισσότερες δουλειές, αλλά δεν τους φτάνει το εισόδημά τους για να ζήσουν οι ίδιοι και η οικογένειά τους. Η μορφή της οικογένειας έχει αλλάξει στις ΗΠΑ και στην Ευρώπη τα τελευταία 40 χρόνια.

Αυτή η περίοδος συμπίπτει με τον νεοφιλελευθερισμό. Κάποιες αλλαγές της μορφής της οικογένειας συνδέονται με την οικονομία, άλλες συνδέονται με καθοριστικές αλλαγές στον τρόπο που γίνονται αντιληπτά το φύλο και η σεξουαλικότητα και με τις νέες δυνατότητες που ανοίγονται εξαιτίας τους.

Τα φεμινιστικά κινήματα έχουν σε έναν βαθμό οδηγήσει όλο και περισσότερες γυναίκες στην εργασία, πολλές σε επαγγέλματα που ήταν κατά παράδοση αντρικά.

Οι ΛΟΑΤΚΙ ζουν ανοιχτά και αυτοοργανώνονται, διεκδικώντας το δικαίωμα σε μια ζωή χωρίς ντροπή.

Αυτές οι εξελίξεις αμφισβητούν τα υποτιθέμενα πρότυπα και τους κανόνες της οικογενειακής ζωής.

Αυτή η αμφισβήτηση δεν είναι της ίδιας τάξης με την υπονόμευση της οικογενειακής σταθερότητας που επιφέρουν οι οικονομικές δυσκολίες.

Μπορεί όμως να χρησιμοποιηθεί για να κατασκευαστεί ένα παραπειστικό επιχείρημα το οποίο κατηγορεί το κίνημα των ΛΟΑΤΚΙ και το φεμινιστικό κίνημα για τα προβλήματα που αντιμετωπίζουν οι οικογένειες, αντί να κατηγορεί τις οικονομικές πολιτικές που βάζουν το κεφάλαιο πάνω από τους ανθρώπους και τις επιχειρήσεις πάνω από τους εργαζομένους.

Χρησιμοποιούνται συχνά στον δημόσιο λόγο όροι που αναφέρονται σε κοινωνικές ομάδες με τρόπο προσβλητικό και απαξιωτικό. Ενα επιχείρημα όσων υπερασπίζονται αυτού του είδους τον ρατσιστικό λόγο είναι ότι η λεγόμενη πολιτική ορθότητα λειτουργεί καταπιεστικά, επιβάλλεται από κέντρα εξουσίας και βρίσκεται έξω από την παράδοση της γλώσσας. Πρόκειται για άλλο ένα παραπειστικό επιχείρημα;

Το περίεργο με τον όρο «πολιτική ορθότητα» είναι ότι η σημασία του αντιστράφηκε στις αρχές της δεκαετίας του ’90.

Μέχρι τότε, χρησιμοποιούνταν στην Αριστερά σαν πείραγμα ή ειρωνεία για κάποιον δογματικό ή κάποιον πολύ σίγουρο για την ορθότητα των θέσεών του. Αυτός λεγόταν κοροϊδευτικά «πολιτικά ορθός».

Στις αρχές της δεκαετίας του ’90 κυκλοφόρησαν με χρηματοδότηση συντηρητικών ινστιτούτων μια σειρά εκθέσεις που κατήγγειλαν ότι τα αμερικανικά πανεπιστήμια είχαν καταληφθεί από την αστυνομία της πολιτικής ορθότητας.

Οι συντηρητικοί σφετερίστηκαν τον όρο και τον χρησιμοποίησαν σαν όπλο για να επιτεθούν στην Αριστερά.

Αυτή η δεξιά επανανοηματοδότηση της πολιτικής ορθότητας κέρδισε έδαφος και σήμερα ο όρος «πολιτικά ορθός» χρησιμοποιείται για να απαξιώσει κάθε προσπάθεια προώθησης της πολιτιστικής ποικιλίας και της ίσης πρόσβασης στη δημόσια ζωή – είτε πρόκειται για την ισότητα των ΛΟΑΤΚΙ, είτε για την εξάλειψη της φυλετικής μεροληψίας της Δικαιοσύνης είτε για τα δικαιώματα των μεταναστών. Πρόκειται για μια στρατηγική υπεκφυγής.

Οταν αποκαλείς τους αντιπάλους σου «πολιτικά ορθούς», εννοείς τουλάχιστον δύο πράγματα: Οτι βρίσκονται πολύ μέσα στην πολιτική, η οποία τους τυφλώνει και δεν μπορούν να διακρίνουν το ορθό. Και τοποθετείς τον εαυτό σου και τις πεποιθήσεις σου υπεράνω της πολιτικής – δεν έχεις επηρεαστεί από πολιτικές θέσεις, αλλά λες αυτό που υπαγορεύει η κοινή λογική, την αδιαμφισβήτητη αλήθεια.

Αυτή τη στρατηγική εφάρμοσε ο Ντόναλντ Τραμπ όταν ήταν υποψήφιος για την προεδρία των ΗΠΑ και συνεχίζει να αντιπαραθέτει την πολιτική ορθότητα (κακό) και την ωμή αλήθεια που πρέπει να λέγεται, έστω κι αν προσβάλλει τους ανθρώπους (καλό), και μάλιστα ιδίως όταν προσβάλλει τους ανθρώπους (καλύτερο).

Οι πρώτες επιθέσεις στην πολιτική ορθότητα τη συνέδεσαν με ριζοσπάστες καθηγητές και φοιτητές στα αμερικανικά πανεπιστήμια και επίσης με τις εκπαιδευτικές και πολιτιστικές ελίτ, με αποτέλεσμα να κάνουν την πολιτική ορθότητα να φαίνεται ότι είναι το αντίθετο ενός λαϊκισμού της εργατικής τάξης.

Εκανα αυτή την ιστορική αναφορά για να γίνει κατανοητό πως κάθε φορά που ακούμε ή λέμε «πολιτική ορθότητα», συμμετέχουμε σε μια συζήτηση πληρωμένη από τη Δεξιά για να απονομιμοποιήσει τα κινήματα υπέρ της ισονομίας και της διαφορετικότητας.

Η εκστρατεία πέτυχε στο επίπεδο της γλώσσας. Μόλις ακουστεί η κατηγορία της πολιτικής ορθότητας, είναι δύσκολο να του ξεφύγεις.

Οι προοδευτικοί μπορούν να επανανοηματοδοτήσουν ξανά τον όρο, όπως το έχουμε κάνει με άλλους όρους που είχαν παλιότερα αρνητική σημασία, όπως η λέξη κουίρ.

Αντί να τρέχουμε να ξεφύγουμε από την κατηγορία της πολιτικής ορθότητας, μπορούμε να πούμε κάτι τέτοιο:

«Αν πολιτική ορθότητα σημαίνει να αποκαλώ τον γείτονα, τον φοιτητή μου, τον συμπολίτη μου με την αντωνυμία και το όνομα που προτιμά, τότε ναι, είμαι πολιτικά ορθός. Αν πολιτική ορθότητα σημαίνει ότι δεν γίνομαι επίτηδες προσβλητικός, τότε ναι, είμαι πολιτικά ορθός».

Νομίζω ότι επικρατεί μεγάλη σύγχυση γύρω από την πολιτική ορθότητα και την πολιτική υπευθυνότητα. Αν λες κάποιον άλλον «πολιτικά ορθό», σημαίνει ότι αποφεύγεις να αναγνωρίσεις την ευθύνη για τις επιπτώσεις που έχουν στους άλλους τα λόγια σου ή οι πολιτικές που ψηφίζεις, αν είσαι βουλευτής.

Το κίνημα #metoo κατά του σεξισμού και της σεξουαλικής κακοποίησης στον χώρο εργασίας δέχεται κριτική ότι είναι υπερβολικό και ότι ανακαλύπτει σεξισμό και βία ακόμα και στο πιο αθώο φλερτ. Είναι έτσι;

Σημασία έχει πάντα το πλαίσιο – το φλερτ δεν είναι πρόβλημα από μόνο του. Δεν είναι αθώο όταν ένας άνδρας αφεντικό φλερτάρει με μια εργαζόμενή του, ούτε όταν ένας άνδρας καθηγητής σχολιάζει την εμφάνιση της φοιτήτριάς του.

Σ’ αυτές τις περιπτώσεις το φλερτ στιγματίζεται από τη διαφορά της εξουσίας των δύο μερών στο συγκεκριμένο πλαίσιο. Το αφεντικό έχει μεγαλύτερη εξουσία από την υπάλληλο – μπορεί να τη διώξει αν αυτή φέρει αντιρρήσεις.

Ο καθηγητής έχει μεγαλύτερη εξουσία από τη φοιτήτριά του – μπορεί να της βάλει μικρότερο βαθμό.

Αν οι ίδιοι άνθρωποι συναντιούνταν πρώτη φορά σε ένα μπαρ -ας υποθέσουμε εδώ ότι δεν είναι από το ίδιο γραφείο ή από το ίδιο πανεπιστήμο- τα ίδια σχόλια θα μπορούσαν να σημαίνουν κάτι πολύ διαφορετικό, διότι το φλερτ δεν συμβαίνει πια μέσα στις δομημένες και ιεραρχικές σχέσεις εξουσίας του χώρου εργασίας ή του πανεπιστημίου.

Ευρύτερα όμως, θα ήθελα να ρωτήσω όσους ανησυχούν ότι είναι υπερβολικό το #metoo: Για ποιον είναι υπερβολικό; Το #metoo είναι μια αντίδραση στο γεγονός ότι για πάρα πολύ καιρό πολλοί άνδρες έχουν ξεπεράσει κατά πολύ τα όρια και χωρίς τη συναίνεση της γυναίκας. Το φλερτ ενός άντρα μπορεί να είναι ο επαναλαμβανόμενος εφιάλτης μιας γυναίκας.

Είμαι σίγουρη ότι πολλοί άνδρες νιώθουν σύγχυση όταν ανακαλύπτουν ότι αυτά που θεωρούσαν «αθώους» τρόπους έκφρασης του σεξουαλικού ενδιαφέροντος προς μια γυναίκα -φευγαλέο χτύπημα στα οπίσθια στο μετρό, ένα «σέξι» σχόλιο σε γυναίκα που περπατά στον δρόμο, υπονοούμενα σε μια συζήτηση στο γραφείο, πίεση σε μια γυναίκα να προχωρήσει κατά τη διάρκεια της σεξουαλικής συνάντησης περισσότερο από όσο έχει πει ότι θέλει- είναι στην πραγματικότητα ανεπιθύμητα σε πολλές γυναίκες.

Ορισμένοι, κυρίως από τον χώρο της Εκκλησίας, ισχυρίζονται ότι η ομοφυλοφιλία και η τρανς ταυτότητα αποτελούν ασθένεια που μπορεί να θεραπευτεί. Στις ΗΠΑ μάλιστα λειτουργούν τέτοια προγράμματα «θεραπείας». Κάποιοι γονείς τούς εμπιστεύονται τα παιδιά τους προκειμένου να τα σώσουν, όπως νομίζουν. Τι επιπτώσεις έχουν τα προγράμματα θεραπείας της ομοφυλοφιλίας και της ταυτότητας φύλου στα παιδιά;

Οχι μόνο δεν έχουν κανένα αποτέλεσμα αυτά τα προγράμματα, αλλά στην πραγματικότητα ασκούν βία στους νέους ανθρώπους που τα παρακολουθούν.

Αυτές οι θεραπείες βασίζονται συχνά στο αίσθημα της ντροπής ως τρόπου για να αλλάξει κανείς ταυτότητα.

Την ταυτότητα δεν μπορούν στην πραγματικότητα να την αλλάξουν, αλλά η ντροπή που προκαλούν μπορεί να έχει δυσάρεστες επιπτώσεις σε ένα νεαρό άτομο, να συμβάλει στην εκδήλωση άγχους, κοινωνικής απομόνωσης και κατάθλιψης, συμπεριλαμβανομένης της αυτοκτονικής κατάθλιψης.

Αυτός είναι ένας από τους λόγους που οι μεγαλύτερες οργανώσεις επαγγελματιών στις ΗΠΑ, όπως η Αμερικανική Ακαδημία Παιδιατρικής και η Αμερικανική Ενωση Συμβουλευτικής, έχουν ζητήσει να απαγορευτούν αυτά τα προγράμματα για νέους.

Επιπλέον, περισσότερες από 13 Πολιτείες έχουν απαγορεύσει τη συμμετοχή ανηλίκων σε αυτά.

Φυσικά, ούτε οι ενήλικες θεραπεύονται, αλλά τουλάχιστον αυτοί αποφασίζουν οι ίδιοι αν θα συμμετάσχουν.

Ομως οι ανήλικοι δεν έχουν επιλογή – τους στέλνουν οι γονείς τους, που μπορεί να νομίζουν ότι κάνουν το καλύτερο για το παιδί τους και είναι έτοιμοι να πιστέψουν τα ψέματα των αποκαλούμενων «ειδικών» που τα διευθύνουν, ότι το παιδί μπορεί να σωθεί από μια κακή επιλογή, από τη δυστυχία και από το ηθικό σφάλμα.

Τρία πράγματα μπορούμε να αντιπαραθέσουμε σ’ έναν γονιό που ανησυχεί για τη σωτηρία του παιδιού του:

Πρώτον, πως το παιδί δεν γίνεται δυστυχισμένο επειδή είναι ΛΟΑΤΚΙ. Το πρόβλημα δεν είναι να είναι κανείς ΛΟΑΤΚΙ. Δεν πρόκειται ούτε για αρρώστια ούτε για αμαρτία.

Δεύτερον, το πρόβλημα και η αμαρτία, για να χρησιμοποιήσω θεολογική γλώσσα, είναι να αντιμετωπίζεις τη ζωή των ΛΟΑΤΚΙ σαν να έχει μικρότερη αξία, σαν να αξίζει λιγότερη ευτυχία, προστασία, φροντίδα, αγάπη και ευκαιρίες.

Τρίτον: οι ΛΟΑΤΚΙ έχουν κι αυτοί την ευκαιρία να φτιάξουν τη ζωή τους διαφορετικά από τη ζωή που έζησαν οι γονείς τους ή φαντάστηκαν οι γονείς για τα παιδιά.

Μέρος της ιδιότητας του γονιού είναι να μπορεί να αφήσει τη δική του εικόνα για το τι θα έπρεπε να είναι το παιδί του, έτσι ώστε να μπορέσει να αγαπήσει και να στηρίξει το πραγματικό πρόσωπο του παιδιού.