Αμφισβητώντας την αυθεντία: τα κινήματα απέναντι στην «επιστήμη»

Άρθρο της Νάνσυς Παπαθανασίου και της Ελενας-Ολγας Χρηστίδη, επιστημονικά υπεύθυνων του Orlando LGBT+, στην Εφημερίδα των Συντακτών .
Το κείμενο δημοσιεύτηκε στο τεύχος «Αόρατη Ιστορία: Διαδρομές, βιώματα, πολιτικές των ΛΟΑΤΚΙ+ στην Ελλάδα», που κυκλοφόρησε με την «Εφ.Συν.» –  Σαββατοκύριακο στις 8 Ιουνίου 2019

 

Η παθολογιοποίηση της ανθρώπινης σεξουαλικότητας, των έμφυλων ταυτοτήτων και των χαρακτηριστικών φύλου είναι ένα «προνόμιο» του δυτικού κόσμου που ξεκίνησε στοχευμένα από τις αρχές του 19ου αι. και μετά. Η επιστήμη διεκδικεί να περάσουν στη δική της δικαιοδοσία τα ζητήματα αυτά, που μέχρι τότε αντιμετωπίζονταν αποκλειστικά στο πλαίσιο του ποινικού και θρησκευτικού νόμου.

Με αυτή την έννοια, τα άτομα που δεν ακολουθούσαν τις ετεροκανονικές νόρμες του φύλου και της σεξουαλικότητας έπαυαν σταδιακά να θεωρούνται παράνομα ή να παραδίδονται από το κράτος στην Εκκλησία για τη (συχνά θανάσιμη) τιμωρία της αμαρτίας τους και άρχισαν να θεωρούνται άρρωστα.

Ολες οι θεωρίες, βιολογικές, ιατρικές, ή ψυχαναλυτικές, που προσπαθούσαν να εξηγήσουν το φύλο γενικά, αλλά και –αρχικά- την ομοφυλοφιλία, ειδικότερα στον ύστερο 19ο και τον πρώιμο 20ό αιώνα, βασίζονταν εν πολλοίς σε μία διχοτόμηση της ανθρώπινης φύσης και χρησιμοποιούσαν κατηγορίες διπόλων, όπως αρσενικό/θηλυκό, άντρας/γυναίκα, ετεροφυλόφιλος/ομοφυλόφιλος, ετεροφυλόφιλη/ομοφυλόφιλη.

Με βάση τα δίπολα αυτά, θεωρούνταν ότι κάποιο βαθύ και κεντρικό χαρακτηριστικό «του ενός φύλου» είχε βρεθεί σε ένα άτομο «του άλλου φύλου» στη βάση κάποιας παθολογίας. Μιλούσαν, δηλαδή, για όλο το εύρος της ανθρώπινης σεξουαλικότητας και εμπειρίας περιοριστικά, μόνο με δυο όρους: αρσενικό και θηλυκό.

Από τα μέσα του 20ού αιώνα, οι εξελίξεις της επιστήμης άρχισαν να λειτουργούν διευκολυντικά για την αποπαθολογιοποίηση της ομοφυλοφιλίας.

Τα πρώτα βήματα για την αλλαγή των στάσεων απέναντι στην ομοφυλοφιλία, από την παθολογία στη φυσιολογική διαφοροποίηση, ήρθαν μέσα από μία σειρά ερευνών. Θα μείνουμε σε δύο από αυτές, τις μελέτες του Αλφρεντ Κίνσεϊ και τη δουλειά της Εβελιν Χούκερ.

Ο Κίνσεϊ, όντας ζωολόγος, κάτι από μόνο του ενδιαφέρον, διαφωνούσε με την αναπαράσταση των ομοφυλόφιλων ως ουσιωδώς διαφορετικών «τύπων» ατόμων και μέσα από τις έρευνές του βρήκε ότι 37% των ανδρών και 13% των γυναικών είχαν τουλάχιστον κάποια ομοφυλοφιλική εμπειρία. Κατέληξε ότι το 2% – 6% των γυναικών ήταν αποκλειστικά ομοφυλόφιλες, με το αντίστοιχο ποσοστό των ανδρών να είναι 10% – από εκεί προκύπτει το πολυσυζητημένο και αμφιλεγόμενο «10%», που θεωρείται το ποσοστό των ομοφυλόφιλων στον γενικό πληθυσμό.

Τα αποτελέσματα αυτά προέκυψαν από μια σειρά αμφίβολων ερευνητικών σχεδιασμών, δεν θεωρούνται γενικεύσιμα και βέβαια επηρεάζονταν από την ορατότητα της ομοφυλοφιλίας εκείνη την εποχή (καθόλου τυχαία, για παράδειγμα, το ποσοστό των ομοφυλόφιλων γυναικών παρουσιάζεται εξαιρετικά μικρότερο από των ανδρών, κάτι ισχυρά αμφισβητούμενο αλλά άμεσα σχετιζόμενο με την αορατότητα της γυναικείας σεξουαλικότητας).

Παρ’ όλα αυτά, τα αποτελέσματα του Κίνσεϊ έθεσαν πλέον σε αμφισβήτηση την πεποίθηση ότι η ομοφυλοφιλία αφορούσε ένα μικρό ποσοστό κοινωνικά απροσάρμοστων ατόμων ή ότι ήταν μια παθολογική απόκλιση, υποδεικνύοντας ότι ο αριθμός των ενήλικων που είχαν εμπειρία ομοφυλόφιλων συμπεριφορών ήταν πολύ μεγαλύτερος από το αναμενόμενο.

Το 1957, η έρευνα της Εβελιν Χούκερ κλόνισε ακόμα περισσότερο τα θεμέλια της παθολογιοποίησης της ομοφυλοφιλίας. Ζήτησε από έμπειρους ψυχολόγους να συγκρίνουν τα τα αποτελέσματα εξειδικευμένων τεστ (προβολικών) ανάμεσα σε 30 ομοφυλόφιλους και 30 ετεροφυλόφιλους άντρες χωρίς να γνωρίζουν τον σεξουαλικό τους προσανατολισμό.

Οι ψυχολόγοι δεν κατάφεραν να διαχωρίσουν τις ομάδες με βάση κάποια υποτιθέμενη ψυχοπαθολογία, που θα συνδεόταν με την ομοφυλοφιλία, σύμφωνα με τις επικρατούσες αντιλήψεις. Ετσι η Χούκερ κατέδειξε ότι η ομοφυλοφιλία δεν αποτελεί ασθένεια ή σύμπτωμα και δεν συνδέεται εγγενώς με την παθολογία.

Παρόλα αυτά, τα πρώτα ερευνητικά δεδομένα δεν στάθηκε δυνατόν να ανατρέψουν άμεσα τις παγιωμένες κοινωνικές αντιλήψεις και τα στερεότυπα που και οι ίδιοι οι επιστήμονες εσωτερικεύουν και αναπαράγουν. Στη δεκαετία του ’60 επικρατούσαν οι φωνές ψυχιάτρων όπως οι Χάντεν και Σοκαρίδης στις ΗΠΑ, οι οποίοι δημόσια υποστήριζαν ότι η ομοφυλοφιλία αποτελεί μια μορφή κακής ψυχολογικής προσαρμογής με αίτια στην παιδική ηλικία. Οι προσπάθειες θεραπείας της ομοφυλοφιλίας ήταν συχνές και οι μέθοδοι ποίκιλλαν από παραδοσιακές ψυχοφαρμακευτικές παρεμβάσεις έως ηλεκτροσόκ.

Το 1968, η ομοφυλοφιλία κατηγοριοποιείται επίσημα ως ψυχική διαταραχή στη δεύτερη έκδοση του Διαγνωστικού και Στατιστικού Εγχειριδίου (DSM) της Αμερικανικής Ψυχιατρικής Εταιρείας (ΑΨΕ), υπογραμμίζοντας τα συντηρητικά και φοβικά αντανακλαστικά της σε μια εποχή που ο κόσμος άλλαζε γρήγορα.

Η στάση αυτή εξέφραζε και ένα ρήγμα μέσα στην ίδια την ΛΟΑΤΚΙ+ κοινότητα της εποχής, όπου μέρος των ακτιβιστών προτιμούσε την ταμπέλα της ψυχιατρικής «ασθένειας» από την κοινωνική κατακραυγή περί «επιλογής» και «παρανομίας», ενώ άλλοι εξέφραζαν έντονες αντιρρήσεις, θεωρώντας ότι η ψυχιατρικοποίηση διαιώνιζε το στίγμα. Η δεύτερη αυτή ομάδα ακτιβιστών ανάγκασε την ΑΨΕ να αναγνωρίσει τον όγκο των μελετών που συνηγορούσαν στην αποπαθολογιοποίηση.

Στο κλίμα της εξέγερσης του Stonewall το 1969, τα επόμενα χρόνια ακτιβιστές διατάραξαν τα ετήσια συνέδρια της ΑΨΕ όχι μόνο με διαμαρτυρίες, αλλά και με τη συμμετοχή τους σε αυτά. Για πρώτη φορά δυο από αυτούς, ο Φρανκ Καμένι και η Μπάρμπαρα Γκίτινγκς, στο συνέδριο του 1971 συμμετείχαν σε στρογγυλή τράπεζα, εξηγώντας στους ψυχιάτρους το στίγμα που δημιουργούσε η διάγνωση της ομοφυλοφιλίας, κάτι που πολλοί από αυτούς άκουγαν για πρώτη φορά.

Στο συνέδριο του 1972, ένας –ανώνυμος τότε- ψυχίατρος, φορώντας μάσκα που έκρυβε το πρόσωπό του, μίλησε για πρώτη φορά για τις διακρίσεις που αντιμετωπίζουν οι ΛΟΑΤΚΙ+ ψυχίατροι μέσα στον ίδιο τους τον κλάδο. Ο ψυχίατρος αυτός ήταν ο Τζον Φράιερ και καταγράφεται ως πιθανά ο πρώτος που μίλησε κατά της ομοφοβίας με διπλή ιδιότητα: ειδικός ψυχικής υγείας και γκέι άντρας.

Τον Δεκέμβριο του 1973, το Δ.Σ. της ΑΨΕ αποφάσισε να αφαιρεθεί η ομοφυλοφιλία από τον κατάλογο των διαγνώσεων. Οι ψυχίατροι της ψυχαναλυτικής κοινότητας ήταν οι μόνοι που δεν συναίνεσαν και ζήτησαν να γίνει ψηφοφορία. Την απόφαση για την αφαίρεση τη στήριξε το 58% των 10.000 μελών της ΑΨΕ.

Παρόλα αυτά παρέμεινε η διαγνωστική κατηγορία της «Δυστονικής προς το Εγώ Ομοφυλοφιλίας» (όταν ένα ομοφυλόφιλο άτομο δεν θέλει να είναι ομοφυλόφιλο, επιθυμία που συνδέεται άμεσα με τις διακρίσεις που βιώνει κοινωνικά), δείχνοντας γλαφυρά ότι ο δρόμος προς την αποπαθολογιοποίηση είναι στρωμένος από κοινωνικές αντιστάσεις και φραγμούς που βασίζονται σε στερεότυπα.

Η πλήρης αποπαθολογιοποίηση της ομοφυλοφιλίας ήρθε στις 17 Μαΐου 1990, όταν ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας αφαίρεσε με τη σειρά του την ομοφυλοφιλία από το Διεθνές Ταξινομικό Εγχειρίδιο Ασθενειών (ICD). Οι αλλαγές αυτές σηματοδότησαν και μία γενικότερη αλλαγή στάσης, από την αντιεπιστημονική αναζήτηση αιτιών και θεραπειών της ομοφυλοφιλίας στην υποστήριξη της ψυχικής υγείας των ΛΟΑΤΚΙ+ ατόμων απέναντι στο στίγμα και τις διακρίσεις.

Η ιστορία της παθολογιοποίησης και αποπαθολογιοποίησης των τρανς ταυτοτήτων ακολουθεί μία παρόμοια πορεία. Επτά χρόνια μετά την αρχική αφαίρεση της ομοφυλοφιλίας από το DSM, η ΑΨΕ εισήγαγε τη διάγνωση της Διαταραχής Ταυτότητας Φύλου (ΔΤΦ) [η οποία αργότερα συγκρίθηκε με άλλες κοινωνικά κατασκευασμένες διαταραχές, όπως η «δραπετομανία» («drapetomania»), που περιέγραφε την «τάση των σκλάβων να δραπετεύουν»!]. Η σύνδεσή της με ιατρικές παρεμβάσεις που μπορεί να επιθυμούν κάποια τρανς άτομα σήμαινε ουσιαστικά ότι η διάγνωση και το συνεπαγόμενο στίγμα ήταν το εκβιαστικό αντάλλαγμα για την ιατρική φροντίδα.

Η πρώτη έντονη αντίδραση σε αυτή τη διαγνωστική κατηγορία μέσα από την ΑΨΕ ήρθε το 2003 στο ετήσιο συνέδριο, όταν για πρώτη φορά ζητήθηκε η απαλοιφή όλων των σχετικών διαγνώσεων, καθώς υποστηρίχθηκε ότι δεν πληρούνταν τα κριτήρια για να θεωρηθεί ψυχική διαταραχή και με δεδομένη «την πιθανότητα οι επανορθωτικές θεραπείες να αντιτίθενται στη δεοντολογία», δημιουργώντας ρήγμα στον έως τότε συντηρητισμό.

Παρόλα αυτά, η διάγνωση της ΔΤΦ παρέμεινε και υπήρχαν υπόνοιες ότι χρησιμοποιούταν και ως προκάλυμμα για τη «θεραπεία» της ομοφυλοφιλίας στα παιδιά, σε μια χαοτική και αντιεπιστημονική αιτιώδη συσχέτιση της ταυτότητας φύλου με τον σεξουαλικό προσανατολισμό, που δυστυχώς συνεχίζεται ακόμα και σήμερα. Εν μέσω έντονων δημόσιων συζητήσεων τα επόμενα χρόνια, η προτεινόμενη αναθεώρηση το 2010 αφαιρούσε τον όρο «Διαταραχή» και μιλούσε για «Ασυμφωνία Φύλου».

Η πρόταση αυτή χαιρετίστηκε από τρανς άτομα και οργανώσεις ως προσπάθεια για αποστιγματοποίηση και βελτίωση της πρόσβασης σε υπηρεσίες υγείας. Το στίγμα και οι διακρίσεις άρχισαν να αναγνωρίζονται ως ιδιαίτερα σημαντικοί παράγοντες που συνδέονται με την ανησυχία και το άγχος που βιώνουν τα τρανς άτομα.

Ο όρος «ασυμφωνία» όμως τελικά δεν διατηρήθηκε στην οριστική 5η έκδοση του DSM και προκρίθηκε ο όρος «Δυσφορία», ο οποίος αφαίρεσε τον όρο «Διαταραχή», αλλά συνέχιζε την παθολογιοποίηση. Κάποιοι ήδη έβλεπαν στη συζήτηση αυτή την επανάληψη του διαλόγου για την αποπαθολογιοποίηση της ομοφυλοφιλίας 40 χρόνια πριν.

Παρ’ όλα αυτά κάτι εξαιρετικά ενδιαφέρον στην ίδια έκδοση του DSM V είναι ότι γίνεται αναφορά σε διαφορετικά φύλα, χωρίς αναφορά σε δίπολο, αναγνωρίζοντας έστω και έμμεσα για πρώτη φορά και ντε φάκτο το φύλο ως φάσμα που υπερβαίνει τη δυϊκότητα γυναίκα-άντρας.

Τελικά, μόλις λίγες μέρες πριν από την έκδοση αυτού του τεύχους, στις 25 Μαΐου 2019, ήρθε η επίσημη αποπαθολογιοποίηση των τρανς ταυτοτήτων: ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας, μετά από ψηφοφορία της γενικής του συνέλευσης, αφαιρεί τις τρανς ταυτότητες από τον κατάλογο των ψυχιατρικών διαταραχών στην 11η αναθεώρηση του Διεθνούς Ταξινομικού Εγχειρίδιου Ασθενειών (ICD-11) και εισάγει την έννοια της «Ασυμφωνίας Φύλου» στην κατηγορία των Καταστάσεων που συνδέονται με τη Σεξουαλική Υγεία.

Με τον τρόπο αυτό, στηρίζει μια αποπαθολογιοποιητική προσέγγιση που δεν θέτει σε κίνδυνο την πρόσβαση των τρανς ατόμων στις υπηρεσίες υγείας και την κάλυψη της απαραίτητης ιατρικής φροντίδας από δημόσιους φορείς και δεν υποθάλπει κοινωνικές ανισότητες.

Παρά τα παραπάνω βήματα που αφορούν τον σεξουαλικό προσανατολισμό και την ταυτότητα φύλου, τα ίντερσεξ άτομα, με βάση τα χαρακτηριστικά φύλου, εξακολουθούν να παθολογιοποιούνται πλήρως και «επισήμως»: και στο ICD-11 παραμένει η παθολογιοποίηση της ίντερσεξ κατάστασης και ευνοούνται οι αχρείαστες επεμβάσεις σε βρέφη και παιδιά για τη βίαιη «κανονικοποίηση» των χαρακτηριστικών του φύλου ώστε να εντάσσονται στο δίπολο. Τέτοιες παρεμβάσεις έχει κριθεί ότι καθιστούν απάνθρωπη μεταχείριση και βασανιστήρια.

Τις τελευταίες δεκαετίες, με την ανάπτυξη των κινημάτων και της κουίρ θεωρίας, τα ζητήματα φύλου και σεξουαλικότητας έχουν μπει στο επίκεντρο. Ο Φουκό, η Τζούντιθ Μπάτλερ από την «Αναταραχή Φύλου» (1990) και μετά, και πολλές άλλες φωνές σε ακαδημαϊκό και κινηματικό χώρο, έχουν αναδείξει τη σχέση της ιατροκεντρικής επιστήμης με τη νόρμα και την εξουσία και έχουν επικεντρωθεί στην έννοια του φύλου και της σεξουαλικότητας με έναν κριτικό, κοινωνικά εντοπισμένο λόγο, πολύ πέρα από κάθε ουσιοκρατική απόπειρα κανονικοποίησής του.

Για τους/τις ειδικούς ψυχικής υγείας σήμερα, η μόνη δεοντολογική στάση είναι αυτή της κριτικής προσέγγισης, της απόλυτης υπεράσπισης των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και της ενίσχυσης της ορατότητας.

Ως ορατά ΛΟΑΤ+ άτομα και ειδικοί ψυχικής υγείας, θεωρούμε ως πρώτο βήμα και υποχρέωσή μας το να είμαστε εδώ, με όλες μας τις ταυτότητες, προκαλώντας την ορατή διασταύρωση ταυτοτήτων που κάποτε (συχνά και σήμερα) θεωρούνταν ουσιωδώς ασυμβίβαστες, διεκδικώντας την απέκδυση από τον μανδύα της αυθεντίας και προτάσσοντας ως βασική προϋπόθεση γνώσης το αυθεντικό και ορατό βίωμα κάθε ατόμου και ταυτότητας που αποκλείεται από τον δημόσιο χώρο και λόγο