«Πιστέψτε τις Γυναίκες»: αναστοχασμοί μίας ψυχαναλύτριας για τη χρονικότητα του τραύματος

Εικόνα: Εφημερίδα των Συντακτών

Άρθρο της Αυγής Σακκετοπούλου, Ψυχαναλύτριας, Διδάσκουσας στο μεταδιδακτορικό πρόγραμμα Ψυχοθεραπείας και Ψυχανάλυσης, New York University, HΠΑ, και επιστημονικής συνεργάτιδας του Orlando LGBT+. Δημοσιεύτηκε στην Εφημερίδα των Συντακτών. (Μετάφραση: Έλενα-Όλγα Χρηστίδη, Νάνσυ Παπαθανασίου)

Τις τελευταίες ημέρες, μετά την θαρραλέα αποκάλυψη της Σ. Μπεκατώρου για τον βιασμό που έχει υποστεί, έχει ξεκινήσει ένα ρεύμα #metoo, με γυναίκες και θηλυκότητες να βγαίνουν μπροστά και να μιλούν για τα διαφορετικά είδη σεξουαλικής παρενόχλησης και βίας που έχουν υποστεί στην ζωή τους.

Το ερώτημα που φάνηκε να μονοπώλησε σε πολλές περιπτώσεις την συζήτηση για την καταγγελία της αθλήτριας ήταν “γιατί τώρα;”. Γιατί δεν μίλησε νωρίτερα, γιατί μια γυναίκα μπορεί να αργήσει πολύ να καταγγείλει την σεξουαλική βία που έχει δεχτεί (εάν τελικά το κάνει);

Στο παρακάτω άρθρο η συνεργάτιδα Αυγή Σακετοπούλου, ψυχαναλύτρια και διδάσκουσα στο μεταδιδακτορικό πρόγραμμα Ψυχοθεραπείας και Ψυχανάλυσης του New York University (ΗΠΑ), προσεγγίζει την “χρονικότητα του τραύματος” με έναν τρόπο ψυχαναλυτικό αλλά όχι αποκλειστικά “ενδοατομικό”, όπως συνηθίζουμε να ερμηνεύουμε την επίδραση του τραύματος, αλλά σε συνάρτηση (και) με τις κοινωνικές αλλαγές που μεσολαβούν από τo πρώτο συμβάν βίας μέχρι το “μεθύστερο” χτύπημά του (après-coup).

Το άρθρο επίσης στέκεται στο σύνθημα “Πιστέψτε τις γυναίκες” από μία κριτική φεμινιστική σκοπιά, αναλύοντας τι σημαίνει τελικά να αντιμετωπίζουμε με την αξιοπρέπεια που τους αρμόζει τις καταγγελίες σεξουαλικής βίας και πώς αυτό διαφέρει από το να ξεκινάμε με το συμπέρασμα ότι όλες είναι κάθε αφορά αληθείς, απαντώντας στις σχετικές -και συχνότερα σεξιστικές- φωνές αμφισβήτησης.

Αυτό το άρθρο αξίζει τον χρόνο σας για την ανάγνωσή του -απευθύνεται εξίσου σε επιζώσες έμφυλης βίας, επαγγελματίες ψυχοκοινωνικής στήριξης, σις/στρέιτ άνδρες χωρίς αντίστοιχες εμπειρίες, θεωρητικές-ούς του φύλου, ακτιβίστριες-ές-ά, και εν τέλει κάθε άτομο που συμμετέχει στον δημόσιο διάλογο.

 

Τo άρθρο:

“Το «Πιστέψτε τις Γυναίκες» είναι ένα σύνθημα που επινοήθηκε ως ντισταθμιστικός παράγοντας στον σεξισμό που τείνει να συνοδεύει τις περισσότερες καταγγελίες γυναικών για σεξουαλική παρενόχληση, σεξουαλική επίθεση, και σεξουαλική βία. Το ακούμε να επαναλαμβάνεται με ρητορική ορμή αυτές τις μέρες, αφότου η Σοφία Μπεκατώρου με γενναιότητα μίλησε για την εμπειρία της σεξουαλικής κακοποίησης που δέχτηκε.

Τα καλέσματα να «πιστέψουμε τις γυναίκες» έχουν ενταθεί καθώς όλο και περισσότερες αθλήτριες περιέγραψαν τις εμπειρίες τους από σεξουαλική παρενόχληση, αθλήτριες ιδιαίτερα καταξιωμένες και αγαπημένες όπως η Νίκη Μπακογιάννη, η Μαρίνα Ψυχογιού, η Ραμπέα Ιατρίδου και η Μάνια Μπικώφ, οι οποίες, αντλώντας δύναμη από τις δηλώσεις της Σοφίας Μπεκατώρου, μπόρεσαν να μοιραστούν τις δικές τους εμπειρίες. Οι επόμενες μέρες μπορεί να φέρουν ακόμα περισσότερες παρόμοιες μαρτυρίες.

Σε αυτή την κομβική στιγμή, το σύντομο και απλοποιημένο σύνθημα «Πιστέψτε τις Γυναίκες» μας προσφέρεται ως σημάδι «καλής πολιτικής» και ως ένας γρήγορος τρόπος να διακρίνουμε ποιος/α είναι πραγματικά φεμινιστής/στρια και ποιος/α όχι: οι φεμινιστές/τριες πιστεύουν τις γυναίκες, οι σεξιστές όχι.

Γιατί όμως, θα αναρωτιόταν δικαιολογημένα κάποιος/α κριτικά σκεπτόμενος/η, να γίνεται κάποιο άτομο πιστευτό μόνο στη βάση του φύλου του; Η προτροπή να πιστέψουμε χωρίς καμία αμφιβολία όλες τις γυναίκες δεν είναι από μόνη της μία έμφυλη γενίκευση που μπορεί να είναι και η ίδια προβληματική με τον δικό της τρόπο;

Θα έπρεπε όλοι/ες να επιδιώκουμε να σκεφτόμαστε κριτικά, να αρνούμαστε δηλαδή τους πειρασμούς των εύκολων σλόγκαν που απλοποιούν τη σκέψη κάνοντας δεικτικές και γενικευμένες δηλώσεις που ισχύουν πάντα και για όλα τα μέλη της ομάδας που αφορούν. Ας μην ξεχνάμε επίσης ότι το «Πιστέψτε τις Γυναίκες» μας προσφέρεται ως η μόνη αποδεκτή φεμινιστική στάση, κάτι που στην πραγματικότητα δεν ισχύει. Η λογική ότι πρέπει να πιστεύουμε πάντα τις γυναίκες αποτελεί μόνο ένα, και όχι απαραίτητα το πιο εύρωστο, κλαδί της φεμινιστικής σκέψης.

Ας σκεφτούμε την υπόθεση της Κάρολιν Μπράιαντ, μίας λευκής Αμερικανίδας η οποία, το 1955, κατηγόρησε τον Έμετ Τιλ, ένα μαύρο δεκατετράχρονο αγόρι, ότι τη φλέρταρε σφυρίζοντάς της. (Αργότερα η Μπράιαντ κατέθεσε επίσης ότι ο Τιλ την είχε αγγίξει σεξουαλικά και παρά τη θέλησή της). Σε απάντηση αυτού του προσβλητικού σφυρίγματος, ο σύζυγος και ο γαμπρός της Μπράιαν απήγαγαν, βασάνισαν, και κατακρεούργησαν τον Τιλ. Η μαύρη κοινότητα δεν πίστεψε ποτέ τους ισχυρισμούς της Μπράιαν. Η δολοφονία του Τιλ προκάλεσε έντονο πένθος αφήνοντας δύσκολες και τραυματικές μνήμες.

Το 2007, σε ηλικία 72 ετών, η Μπράιαν παραδέχτηκε ότι είχε πει ψέματα. Ο Έμετ Τιλ δεν είναι το μόνο περιστατικό όπου το κάλεσμα «Πιστέψτε τις Γυναίκες» έχει αποτύχει, αν και σίγουρα αποτελεί μια από τις πιο αποκαρδιωτικές αποτυχίες του.

Αυτό το παράδειγμα εξηγεί γιατί η έγερση κριτικών ερωτημάτων σχετικά με την πρόσαψη κατηγοριών σεξουαλικών επιθέσεων δεν είναι απαραίτητα ή πάντα σεξιστική. Είναι προτιμότερο να στοχεύσουμε λοιπόν σε μια άλλη, πιo αξιοπρεπή ίσως, στάση απέναντι σε αυτό το θέμα, μια στάση πιο αξιοπρεπή για όλα τα εμπλεκόμενα μέρη, συμπεριλαμβανομένης της ίδιας της γυναίκας που έχει ανάγκη να γίνει πιστευτή για την αλήθεια των κατηγοριών της και
όχι ντε φάκτο εξαιτίας του φύλου της. Ταυτόχρονα, δεν είναι όλες οι ερωτήσεις, ή για να είμαστε ακριβείς, δεν είναι όλη η διερώτηση καλοπροαίρετη, ούτε γίνεται με καλοπροαίρετο τρόπο, ειδικά όταν χαρακτηρίζεται από ένα υπόγειο ρεύμα αμφισβήτησης που τοποθετεί τη γυναίκα που ερωτάται στη θέση του να πρέπει να υπερασπιστεί τον εαυτό της.

Το φύλο ή, σωστότερα, οι δυναμικές του φύλου, είναι σημαντικές εδώ: ξέρουμε ότι υπάρχει μακρά ιστορία και σημαντικοί λόγοι για τους οποίους οι γυναίκες δεν μιλούν ανοιχτά όταν δέχονται σεξουαλική παρενόχληση ή επίθεση. Ο σεξισμός και η πατριαρχική καταπίεση επεδίωξαν -και επιδιώκουννα κρατήσουν τις γυναίκες «στην θέση τους», σε μία θέση σιωπής από την οποία μπορούν να χρησιμοποιηθούν ως αντικείμενα, ή ακόμα χειρότερα ως δοχεία, που τους αρνούνται το δικαίωμα στην αυτενέργεια, στην επιλογή, ακόμα και στην διαμαρτυρία. Αυτός ο σεξισμός παίρνει τη μορφή ερωτήσεων που υποτίθεται ότι στοχεύουν στη διατήρηση μιας κριτικής στάσης.

Αυτές οι ερωτήσεις παρουσιάζονται ως εξής: «έδειξε μήπως σεξουαλικό ενδιαφέρον;» (ή το πιο χυδαίο, «τα ήθελε;»)· «φάνηκε μήπως σεξουαλικά διαθέσιμη;» (ή το πιο χυδαίο, «τι φορούσε;»)· «μήπως η καταγγελία γίνεται επειδή το μετάνιωσε ή ντρέπεται για ό,τι έγινε και τώρα, κατόπιν εορτής, τα φορτώνει στον ταλαίπωρο άνδρα; » (ή το πιο χυδαίο, «κάνει την αθώα περιστερά μιλώντας για βιασμό;»)· και το ολέθριο, «συναίνεσε στις σεξουαλικές προτάσεις για να κερδίσει κάτι;» (με την πιο χυδαία εκδοχή, «ξεπουλήθηκε και τώρα το μετανιώνει;»).

Για μένα, βρισκόμαστε μπροστά σε ένα πιο σύνθετο ζήτημα. Καλούμαστε όχι να πιστέψουμε τις γυναίκες που καταγγέλλουν σεξουαλικές επιθέσεις, αλλά να τις πάρουμε σοβαρά και να τις ακούσουμε με ιδιαίτερη προσοχή, ειδικά δεδομένου του πόση προσπάθεια, κουράγιο, αλλά και κόστος για την γυναίκα εμπεριέχει μια καταγγελία. Μια γυναίκα που έχει κακοποιηθεί για να προχωρήσει σε μαρτυρία πρέπει πρώτα να έχει ξεπεράσει πολλά εσωτερικά και εξωτερικά εμπόδια, ριψοκινδυνεύοντας να βρεθεί στην ιδιαίτερα επισφαλή θέση του να μην γίνει πιστευτή, ριψοκινδυνεύοντας δηλαδή τον περαιτέρω τραυματισμό της.

Το να παίρνουμε το λόγο των γυναικών αυτών στα σοβαρά δεν σημαίνει απαραίτητα ότι παίρνουμε άμεσες αποφάσεις, αλλά ότι αντιμετωπίζουμε τις κατηγορίες τους με την αξιοπρέπεια που αρμόζει. Η αξιοπρέπεια αυτή προϋποθέτει να μην βιαζόμαστε να εξάγουμε συμπεράσματα,
συμπεριλαμβανομένων αυτών που οι ερωτήσεις που προανέφερα μας πιέζουν να υιοθετήσουμε. Λέω «μας πιέζουν να υιοθετήσουμε» επειδή τέτοιες προκατασκευασμένες ερωτήσεις συχνά λειτουργούν ως Δούρειος Ίππος για να εξαχθεί υπό την μορφή συζήτησης ένα επικίνδυνο συμπέρασμα: η γυναίκα «τα ήθελε», «πήγαινε γυρεύοντας», το μετάνιωσε, αποκόμισε κάτι από αυτό. Για να το θέσω διαφορετικά, τέτοιες ερωτήσεις μπορεί να έχουν ένα
ερωτηματικό στο τέλος, αλλά θα γίνονταν καλύτερα κατανοητές με τον όρο που ο φιλόσοφος J.L. Austin ονόμασε «επιτελεστική εκφώνηση».

Οι επιτελεστικές εκφωνήσεις έχουνε το ιδιαίτερο χαρακτηριστικό ότι δεν μεταφέρουν πληροφορίες όπως ο συνήθης λόγος, αλλά δρουν μέσω του λόγου. Το να ρωτήσουμε ρητορικά, για παράδειγμα, αν κάποια γυναίκα «πήγαινε γυρεύοντας» δεν διερευνά, αλλά η ίδια η έκφραση κουβαλά τη δύναμη της κατηγορίας που μπορεί να μετατρέψει μια επιζώσα σεξουαλικής επίθεσης σε κάποια που τώρα οφείλει να απολογηθεί. Αντίθετα, η αξιοπρεπής υποδοχή κατηγοριών απαιτεί να φερθούμε στη γυναίκα που εκφράζει ισχυρισμούς κακοποίησης ως κάποια που έχει ενδεχομένως όντως υποστεί παραβίαση και τραυματισμό, ως κάποια που της αξίζει να ακουστεί, ως κάποια που πιθανά ξεπέρασε όλα τα είδη εσωτερικών και εξωτερικών αντιστάσεων ώστε να μπορέσει να μιλήσει. Ως κάποια, επομένως, που εισέρχεται στη δημόσια σφαίρα με ταραχή, άγχος, ακόμα και φόβο.

Μία από τις ερωτήσεις που συχνά ακούμε αυτές τις μέρες είναι «γιατί δεν μίλησε νωρίτερα;» Υπάρχουν άμεσες και προφανείς απαντήσεις σε αυτό. Η πιθανή σύγχυση σχετικά με το τι συνέβη, ειδικά όταν υπάρχει μεγάλο χάσμα ανάμεσα σε εκείνη και τον θύτη ως προς την ηλικία ή άλλο είδος ισχύος, ο φόβος για την επίκριση, η ανησυχία ότι δεν θα γίνει πιστευτή, η ντροπή που παραδόξως συνοδεύει το πρόσωπο που δέχτηκε την παραβίαση σαν να ευθύνεται η ίδια την θυματοποίησή της. «(…)φοβόμασταν τον σχολιασμό και την κριτική από τους «δικαστές», γράφει η Ραμπέα Ιατρίδου, “γι’ αυτό δεν είχαμε το θάρρος».

Ως ψυχαναλύτρια, θα ήθελα να προσφέρω έναν ακόμα τρόπο για να σκεφτούμε τις διεργασίες της μνήμης και του τραύματος που μπορεί να μας βοηθήσει να καταλάβουμε γιατί μπορεί μία γυναίκα να χρειαστεί πολύ χρόνο πριν μπορέσει να καταγγείλει τη σεξουαλική κακοποίησή της. Κάποιος εύλογα μπορεί να αναρωτηθεί αν μια μεγάλη καθυστέρηση είναι απόδειξη ότι οι ισχυρισμοί είναι ύποπτοι. Για κάποια άτομα, το γεγονός έχει απωθηθεί- όπως γράφει η Μάνια Μπικώφ: «(…) με αφορμή τα λόγια σου Σοφίa, σήμερα το ξέθαψα από τη μνήμη μου».

Για τη Μαρίνα Ψυχογιού, δεν είναι η μνήμη το θέμα: «δεν το θυμήθηκα τώρα. Τώρα όμως είναι ώρα να κάνουμε κάτι για το θέμα». Γιατί τώρα να το θυμηθεί; Και αν το θυμόταν, γιατί τώρα ξαφνικά πρέπει να κάνουμε κάτι; Δεν γνωρίζω καμία από τις γυναίκες που μίλησαν, αν και θαυμάζω τη δύναμη, το σθένος, και τη δέσμευσή τους στο να θέσουν εαυτές στην πρώτη γραμμή για να δημιουργήσουν μία ελληνική κοινωνία όπου οι γυναίκες στο μέλλον θα μπορούν πιο εύκολα να ζητούν να ακουστούν οι μαρτυρίες σεξουαλικής παρενόχλησης ή κακοποίησης τους.

Αυτό που γνωρίζω είναι ότι αυτό το κομμάτι με το μπέρδεμα και την καχυποψία που συνοδεύουν τις κατηγορίες που έρχονται «καθυστερημένα» (όπως της Μπεκατώρου, της Ψυχογιού, της Μπικώφ, και της Μπακογιάννη), έχει να κάνει με την περιορισμένη κατανόηση που έχει η κουλτούρα μας για το τραύμα. Αντιλαμβανόμαστε το τραύμα με έναν μόνο τρόπo.

Ο κλινικός ορισμός που μας είναι περισσότερο οικείος είναι: κάτι είναι τραυματικό όταν υπερβαίνει τη δυνατότητα του ατόμου να το διαχειριστεί, και διακόπτει την ικανότητά του να  απορροφήσει και να επεξεργαστεί το επώδυνο γεγονός. Ένα τέτοιο τραύμα μπορεί να προκαλέσει αισθήματα αβοηθητότητας και μακροπρόθεσμες δυσκολίες. Αυτό το είδος τραύματος συμβαίνει σε πραγματικό χρόνο -το τραύμα προκύπτει δηλαδή τη στιγμή του τρομακτικού γεγονότος. Αυτή είναι η πιο ευρέως διαδεδομένη κατανόηση για το πώς λειτουργεί το τραύμα, αλλά η ψυχανάλυση προσφέρει και μία εναλλακτική θέαση του τραύματος, ειδικότερα σε σχέση με το πώς μία τραυματική εμπειρία μπορεί να σημαίνει εντελώς
διαφορετικά πράγματα για το ίδιο άτομο στο πέρασμα του χρόνου.

Ορίστε ένα υποθετικό παράδειγμα. Φανταστείτε ότι είστε μια γυναίκα τη δεκαετία του 1990. Το αφεντικό σας, ένας ετερόφυλος άνδρας, φλερτάρει μαζί σας. Προσπαθείτε να κρατήσετε την λεπτή ισορροπία έτσι ώστε να μην τραυματίσετε το ευάλωτο «εγώ» του αλλά και να μην καταλήξετε να δεχτείτε οποιαδήποτε παραβιαστική συμπεριφορά ή να έχει κάποια ανεπιθύμητη οικειότητα μαζί σας. Ταυτόχρονα δεν θέλετε να ρισκάρετε την προαγωγή σας, για
την οποία έχετε εργαστεί πολύ σκληρά ή, χειρότερα, τη δουλειά σας. Σας ακουμπά. Με διακριτικότητα εκφράζετε ότι νιώθετε άβολα.

Ίσως ήσασταν σαφής, ίσως όχι, ίσως να έπρεπε να είχατε γίνει σαφέστερη, ίσως έπρεπε εκείνος να ήταν λιγότερο επίμονος, ίσως δεν ήταν τελικά θέμα επιμονής ή όχι αλλά ότι απλά δεν τον ένοιαζε. Στο τέλος, λέτε στον εαυτό σας, ήταν πάνωκάτω εντάξει. Δεν λατρέψατε βέβαια την εμπειρία αυτή, και νιώσατε άβολα, αλλά εκείνος τελικά σταμάτησε οπότε δεν έγινε κάτι πολύ κακό -κρατήσατε την δουλειά σας, δεν νιώσατε παραβιασμένη. Οι γυναίκες, όπως καλά γνωρίζετε άλλωστε, συχνά αντιμετωπίζουν άνδρες που θα προσπαθήσουν να πάρουν ό,τι μπορούν, και ποιά είστε εσείς στο κάτω-κάτω που θα ξεφεύγατε από την μοίρα του φύλου σας;

Μεταφερόμαστε τώρα στο 2020. Σε αυτήν τη συγκεκριμένη στιγμή -σε κάποια μέρη του κόσμου, σε κάποια κοινωνικά πλαίσια- συμπεριφορές σαν αυτήν του αφεντικού σας αντιμετωπίζονται όλο και περισσότερο ως παραβιαστικές. Βρισκόμαστε εν μέσω μίας πολιτισμικής επανάστασης σε σχέση με τον τρόπο που σκεφτόμαστε τη σεξουαλική παρενόχληση και επίθεση. Για πολύ καιρό, συμπεριφορές σαν αυτή που περιέγραψα παραπάνω συχνά υποτιμούνταν με το επιχείρημα ότι «ε, έτσι είναι οι άνδρες». Σήμερα όμως αυτή η συμπεριφορά αποκαλύπτεται, ονοματίζεται, και αρχίζει να θεωρείται ως ενδεικτική τοξικής αρρενωπότητας. Αρχίζει να γίνεται ορατή ως κακοποίηση. Αυτή η αλλαγή στις κοινωνικές νόρμες έχει σημασία. Για κάποιες γυναίκες, ο κόσμος σιγά-σιγά φαίνεται να αλλάζει.

Και τι διαφορά κάνει αυτό στην εμπειρία ενός ατόμου, μπορεί να ρωτήσετε. Τι σημασία έχει τι γίνεται το 2020, όταν το περιστατικό συνέβη το 1990? Δεν είναι ίδια η εμπειρία με το πέρασμα του χρόνου, ανεξάρτητα από το πώς πλαισιώνεται; Άλλωστε, ό γέγoνε γέγονε -τα γεγονότα είναι δεδομένα. Λοιπόν όχι, απαντά η ψυχανάλυση, η εμπειρία δεν είναι σταθερή.

Η καινούρια κατανόηση συμπεριφορών ή συμβάντων του παρελθόντος μπορεί να ξαναγράψει στο παρόν μία εμπειρία που είχατε στο παρελθόν. Ακούγοντας ιστορίες ανθρώπων που αντιστάθηκαν σε απρεπείς συμπεριφορές ατόμων που βρίσκονταν σε θέση εξουσίας, μπορεί τώρα να βιώσετε με διαφορετικό τρόπο την εμπειρία που είχατε στο παρελθόν-μπορεί να αναρωτιέστε τώρα μήπως και εσείς τελικά δεχτήκατε παρενόχληση. Σε εκείνη την παρελθούσα στιγμή, το φλερτ και τα αγγίγματα μπορεί να σας έκαναν να νιώσετε άβολα χωρίς να μπορείτε να το κατονομάσετε ή να το εξηγήσετε εντελώς.

Αλλά τώρα, μέσα από μία λειτουργία που η ψυχανάλυση ονομάζει «μεθύστερο» χτύπημα (après-coup), η διέγερση που προκαλείται από τις νέες αυτές πληροφορίες και από την εξωτερική επικύρωσή τους, μπορεί να αλλάξει την αρχική εμπειρία. Η ανάμνηση του γεγονότος μπορεί να επανέλθει ως (ακόμα περισσότερο) τραυματική τώρα, από ό,τι ήταν στο παρελθόν.

«Μισό λεπτό», μπορεί να αντιτάξει μια φίλη σας. «Όταν το αφεντικό σου σε άγγιξε, ναι, ενοχλήθηκες, αλλά δεν ταράχτηκες και τόσο πολύ. Γιατί τώρα αντιδράς τόσο έντονα;» Μπορεί να νιώθετε προσβεβλημένη με την ένστασή της, αλλά κι εσείς μπορεί ενδόμυχα να αναρωτηθήκατε το ίδιο: γιατί αυτή η παρελθοντική εμπειρία απέκτησε ξαφνικά μεγαλύτερο βάρος για μένα; Εκείνη την περίοδο μπορεί να νιώσατε ακόμα και λίγο κολακευμένη με την προσοχή του αφεντικού σας -ή σας είπαν ότι έτσι έπρεπε να νιώσετε. Οπότε τώρα έχετε επιπλέον να αντιμετωπίσετε και τη δυσκολία της εσωτερικής σας σύγκρουσης με ένα ίχνος ντροπής, λες και αυτή η αίσθηση της κολακείας με κάποιον τρόπο εξαλείφει -ή προκάλεσε- την παραβιαστικότητα.

Ταυτόχρονα, λέτε στον εαυτό σας, γνωρίζατε ότι θα μπορούσατε να τον καταγγείλετε, κι όμως δεν κάνατε τίποτα. Φυσικά, αυτό που επίσης γνωρίζατε, και αυτό που όλες οι γυναίκες γνωρίζουν, και αυτό που το αφεντικό σας επίσης γνώριζε πολύ καλά, ήταν ότι πιθανότατα η καταγγελία σας δεν θα οδηγούσε πουθενά. Και γνωρίζατε, επιπλέον, ότι κι άλλες γυναίκες βιώνουν παρόμοια ανεπιθύμητη προσοχή συνεχώς -και ποια είστε εσείς, στο κάτω κάτω, να νομίζετε ότι αξίζετε καλύτερη μεταχείριση από εκείνες; Εύκολα εδώ μας έρχονται στο μυαλό οι φράσεις της Νίκης Μπακογιάννη: “ο αθλητισμός είναι ένας χώρος που τα έχει «αυτά» μέσα. Δέχεσαι πράγματα. Και όταν φοράς αυτά που φοράς, όταν γυμνάζεσαι σε κοιτάζουν και περίεργα, όταν κυκλοφορείς με κολάν… Στην προπόνηση δέχεσαι και ένα βλέμμα παραπάνω, σε κοιτάζουν λίγο διαφορετικά».

Αυτές οι πεποιθήσεις είναι που αλλάζουν. Αλλάζει το τι θεωρείται αποδεκτό όπως επίσης αλλάζει και η στάση κάποιων γυναικών που ζητούν από τους κακοποιητές τους να λογοδοτήσουν. Αυτή η αλλαγή, η θεώρηση δηλαδή τέτοιων συμπεριφορών ως προβληματικών, δεν οδηγεί μόνο σε διαφορετικούς τρόπους της εκ των υστέρων (ex post facto) κατανόησης της εμπειρίας, αλλά μεταλλάσσει την ίδια τη δομή της αρχικής εμπειρίας ώστε να την καταστήσει,
αναδρομικά, (ακόμη πιο) τραυματική. Για να το θέσουμε διαφορετικά, από την οπτική της ψυχανάλυσης, η εμπειρία δεν είναι στατική. Δεν συμβαίνει απλά σε πραγματικό χρόνο και δεν παραμένει αμετάβλητη. Αντίθετα, ένα συμβάν που έχει καταγραφεί ως αξιομνημόνευτο και ενοχλητικό μπορεί να μετατραπεί σε τραυματικό, μέσα από το φακό του χρόνου και της ύστερης εμπειρίας.

Όπως συζητήθηκε προηγουμένως, συχνά σκεφτόμαστε ότι το τραύμα συμβαίνει όταν εξωτερικά ερεθίσματα παρεμβαίνουν στην ικανότητα του ατόμου να επεξεργαστεί γεγονότα, προκαλώντας ένα είδος ψυχικής ουλής. Το «εγώ» ενεργοποιεί διάφορους μηχανισμούς άμυνας (πχ απόσχιση, απώθηση, κλπ) για να προφυλάξει από την συναισθηματική υπερφόρτιση. Σε αυτές τις περιπτώσεις, το τραύμα συνέβη τη συγκεκριμένη στιγμή, ακόμη και αν δεν αναγνωρίσατε πόσο μεγάλη επίδραση είχε τότε πάνω σας. Μπορεί να αναπτύξατε συμπτώματα (π.χ. δυσπιστία απέναντι σε άλλα άτομα ή κρίσεις πανικού), αλλά ακόμη και έτσι το σύμπτωμα είναι πιθανό να σας φαίνεται τυχαίο, χωρίς να μπορείτε να αναγνωρίσετε την πηγή του, και δεν θα μπορούσατε απαραίτητα να το συσχετίσετε με τις αρχικές ανεπιθύμητες σεξουαλικές προτάσεις του αφεντικού σας.

Αυτό που γνωρίζουν όμως οι ψυχαναλυτές/τριες είναι ότι υπάρχει και μία ακόμη κατηγορία ψυχικού τραύματος, που ξεπερνά την αμεσότητα της εμπειρίας. Ο Freud, που εισήγαγε αυτήν την ιδέα, θεωρούσε ότι το ψυχικό τραύμα απαιτεί δύο συμβάντα που προκύπτουν σε δύο διαφορετικές στιγμές. Αρχικά έχουμε το πρώτο συμβάν, την πρώτη ενόχληση, η οποία εγγράφεται στην μνήμη, αλλά δεν γίνεται κατανοητή. Στη συνέχεια, ένα δεύτερο συμβάν προκαλεί μία διέγερση που μπορεί να αναζωπυρώσει τη μνήμη του πρώτου.

Το αρχικό συμβάν περνά μέσα από το φίλτρο του πιο πρόσφατου, με αποτέλεσμα να βιωθεί διαφορετικά. Εξαιτίας αυτής της νέας κατανόησης, η ίδια η εμπειρία του αρχικού συμβάντος μπορεί να μεταλλαχθεί.

Επιτρέψτε μου να φέρω ένα υποθετικό, λιγότερο έντονο, παράδειγμα για να εξηγήσω το φαινόμενο αυτό πιο απλά. Ας πούμε, για παράδειγμα, ότι είστε 5 ετών και είναι Πρωτοχρονιά. Φωνάζετε τη μαμά σας και δεν σας απαντά. Την ψάχνετε. Μπαίνοντας στο μπάνιο, τη βρίσκετε να φιλάει τον Άγιο Βασίλη. Δεν σας κάνει καμία εντύπωση· κι εσείς θα τον φιλούσατε-τόσα δώρα σας φέρνει! Αλλά η μητέρα σας αρχίζει να φέρεται περίεργα και φαίνεται ανεξήγητα ταραγμένη από την παρουσία σας. Μπερδεύεστε. Καταλαβαίνετε ότι κάτι σας διαφεύγει, αλλά δεν μπορείτε να κάνετε τίποτα για το συναίσθημα αυτό. Κάτι δεν πάει καλά, αλλά τι; Αυτή η αίσθηση του κάτι περίεργου παραμένει, αλλά αφού δεν μπορείτε να βγάλετε νόημα, η ανάμνηση αιωρείται ως μνημονικό ίχνος, ως ένα μυστηριώδες υπόλειμμα.

Κάποια χρόνια αργότερα στην εφηβεία σας, όταν αρχίζετε να μαθαίνετε περισσότερα για το σεξ -και, ίσως, ξεκινά και η δική σας σεξουαλική ζωή- μπορούμε να φανταστούμε μία στιγμή όπου με αφορμή ένα σχετικά αθώο περιστατικό (πχ. μια μετέπειτα Πρωτοχρονιά) ανακαλείτε τη σκηνή που διακόψατε τόσα χρόνια πριν. Ξαφνικά, η σημασία της είναι προφανής· τώρα καταλαβαίνετε τις επιπλοκές αυτού του φιλιού! Φυσικά η μητέρα σας θα ήταν ταραγμένη όταν μπήκατε στο μπάνιο! Φυσικά και δεν είχατε ιδέα για το τι γινόταν! Όμως τώρα που καταλαβαίνετε περισσότερα για το τι συνέβαινε, νοηματοδοτείτε διαφορετικά εκείνη την αρχική στιγμή. Η εμπειρία σας από το τι είδατε εκείνη την ημέρα αρχίζει και αυτή να αλλάζει.

Η καινούρια ερμηνεία που δίνετε στο συμβάν μπορεί να αλλάξει την επίδραση που είχε πάνω σας σε μετέπειτα χρόνο. Αυτό γίνεται γιατί, όπως είπε ο Freud, η ανάμνηση «γίνεται τραύμα μετά το γεγονός». Ως παιδί, βιώσατε σύγχυση και ασάφεια· τώρα, η γνώση ότι μάλλον διακόψατε τη μητέρα σας σε μία σεξουαλική στιγμή αρχίζει να γίνεται δυσβάσταχτη. Οι έως τώρα ασήμαντες λεπτομέρειες για το που ήταν τα χέρια της μαμάς σας πάνω στο σώμα του Άγιου Βασίλη γίνονται έμπλεες σεξουαλικού νοήματος. Τώρα μπορεί να αισθάνεστε ακόμα και ντροπή για την πρότερη αφέλειά σας· μπορεί να αισθάνεστε θυμωμένη ή και προδομένη.

Αυτός ο ιδιαίτερος μηχανισμός, το μεθύστερο (après-coup), απαιτεί δύο συμβάντα σε δύο διαφορετικές στιγμές για να μετατρέψει συνδυαστικά την εμπειρία σε τραυματική: ένα συμβάν τότε, ένα τώρα, αλλά και τον χρόνο που μεσολαβεί ανάμεσα στα δύο συμβάντα. Για τον Freud, αυτό που μεσολαβεί είναι η εφηβεία. Ο έφηβος εαυτός σας μπορεί να φανταστεί ότι η μαμά και ο Άγιος Βασίλης μοιράστηκαν περισσότερα από ένα αθώο φιλί, γιατί στην εφηβεία έχετε κάτι που δεν είχατε νωρίτερα: έχει ξυπνήσει το σεξουαλικό ένστικτο. Η αρχική, αθώα σκηνή, «φορτίζεται» με την αντίληψη της μητέρας σας ως σεξουαλικό όν. Δεν έχει αλλάξει τίποτα από το συμβάν που είχατε παρακολουθήσει. Άλλαξε όμως το νόημα που δίνετε τώρα σε ότι παρακολουθήσατε τότε, και αυτό είναι που δημιουργεί την τραυματική ανάφλεξη στο παρόν.

Ο ψυχαναλυτής Jean Laplanche προσέθεσε μία ακόμη διάσταση σε αυτή την φροϋδική κατανόηση του τραύματος. Αναφερόμενος στο τι μεσολαβεί ανάμεσα στο «τότε» και το «τώρα» θεωρεί ότι όχι μόνο η εφηβεία, αλλά και «η ύπαρξη [καινούριων] σεξουαλικών νοημάτων» μπορεί να πυροδοτήσει τέτοιες διεργασίες. Ποια είναι τα νοήματα που μεσολαβούν ανάμεσα στο τότε-το παράδειγμα με το απρεπές αφεντικό το 1990-και στο τώρα-π.χ. σε σχέση με τις πρόσφατες καταγγελίες των αθλητριών μας για σεξουαλική βία;

Ο κατάλογος είναι μεγάλος: οι έννοιες της σεξουαλικής συναίνεσης και των ορίων· οι έννοιες γύρω από την περίπλοκη σχέση του φύλου, της ισχύος, και της σεξουαλικότητας· οι έννοιες γύρω από τους τρόπους με τους οποίους η ανισότητα ισχύος μπορεί να εντείνει την επιθυμία αλλά και να προετοιμάσει το έδαφος για την παραβίαση· έννοιες για το πώς το θάρρος που παίρνουν οι άνδρες με τα σώματα των γυναικών δεν αποτελεί δικαίωμα της αρρενωπότητας, αλλά σύμπτωμα της τοξικότητας της· και πολλές ακόμη. Αυτές οι έννοιες είναι σχετικά καινούριες στον πολιτισμικά κυρίαρχο λόγο και έχουν γίνει εφικτές χάρη στις εκτενείς και κοπιαστικές προσπάθειες ακτιβιστριών και ακτιβιστών για τα δικαιώματα των γυναικών, ακτιβιστριών και ακτιβιστών για την αντί-βία, και ακαδημαϊκών της φεμινιστικής και κουίρ θεωρίας.

Με άλλα λόγια, όσα κερδήθηκαν σε σχέση με τα δικαιώματα των γυναικών και τις λοιπές κρίσιμες πολιτισμικές αλλαγές, μπορεί να αποτελούν και τα νέα νοήματα γύρω από την σεξουαλικότητα που επιδρούν στο πώς βιώνεται τώρα η εμπειρία αυτού που είχε συμβεί τότε. Μέσω του μηχανισμού του μεθύστερου χτυπήματος, αυτές οι νέες έννοιες μπορούν να έχουν σημαντική επίδραση στο πώς το άτομο κατανοεί τη σεξουαλικότητά του και να μετουσιώσουν αναδρομικά κάποιες εμπειρίες σε τραυματικές.

Αυτό δεν σημαίνει φυσικά ότι η προσβλητική συμπεριφορά του αφεντικού σας δεν ήταν ντε φάκτο προβληματική ακόμη και τη δεκαετία του 1990. Εξηγεί μόνο το γιατί μπορεί να μην τη βιώσατε ή να μην την ονοματίσατε ως τέτοια μέχρι τώρα. Και μπορεί να μας βοηθήσει να καταλάβουμε γιατί η καταγγελία της Σοφίας Μπεκατώρου, έχοντας ενδεχομένως δράσει ως μεθύστερο χτύπημα, έχει κινητοποιήσει μία σωρεία καταγγελιών άλλων αθλητριών που τώρα με τη σειρά τους θυμούνται, κατανοούν, και θαρραλέα καταγγέλλουν τις σεξουαλικές επιθέσεις που δέχτηκαν. Ιστορικά, τα άτομα -συνήθως γυναίκες, αλλά όχι αποκλειστικά- των οποίων οι εμπειρίες γίνονται αναδρομικά τραυματικές, κατηγορούνται ότι υπερβάλλουν, ότι ψεύδονται, ότι είναι δραματικές ή -όπως είναι και η οικεία έμφυλη κατηγορία- ότι είναι υστερικές. Δεν γίνονται πιστευτές από τους άλλους, συχνά δε αμφισβητούν και οι ίδιες τον εαυτό τους.

Η κατανόηση της λειτουργίας του μεθύστερου χτυπήματος στο ψυχικό τραύμα είναι δύσκολη γιατί ξεφεύγει από τον γραμμικό χρόνο, και αψηφά την επιθυμία μας για ξεκάθαρες και ευθείες επεξηγήσεις. Δεν πρέπει όμως λόγω αυτού να αρνηθούμε τις πολυπλοκότητες και τις φαινομενικές ασυνέπειες της ανθρώπινης εμπειρίας. Η κλινική δουλειά δείχνει ότι η αμφισβήτηση ή η παράβλεψη μίας τραυματικής μαρτυρίας μπορεί να είναι εξίσου επώδυνη με το αρχικό συμβάν, μερικές φορές πιο τραυματική ακόμα κι από το συμβάν καθαυτό. Το τραύμα χρειάζεται μάρτυρες. Η ελληνική κοινωνία βρίσκεται σήμερα αντιμέτωπη με μία συλλογική ευθύνη όσον αφορά στο πώς θα υποδεχθεί τις καταγγελίες των αθλητριών μας, και κάθε άλλης γυναίκας. Οφείλουμε να τις τιμήσουμε παίρνοντάς τες στα σοβαρά.”